πεῦσις: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(32)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εύσεως, ἡ, Α [[πεύθομαι]]<br /><b>1.</b> [[ερώτηση]], [[ερώτημα]]<br /><b>2.</b> [[πληροφορία]]<br /><b>3.</b> [[ρητορική]] [[ερώτηση]].
|mltxt=-εύσεως, ἡ, Α [[πεύθομαι]]<br /><b>1.</b> [[ερώτηση]], [[ερώτημα]]<br /><b>2.</b> [[πληροφορία]]<br /><b>3.</b> [[ρητορική]] [[ερώτηση]].
}}
{{elru
|elrutext='''πεῦσις:''' εως ἡ вопрос Plut.
}}
}}

Revision as of 02:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεῦσις Medium diacritics: πεῦσις Low diacritics: πεύσις Capitals: ΠΕΥΣΙΣ
Transliteration A: peûsis Transliteration B: peusis Transliteration C: peysis Beta Code: peu=sis

English (LSJ)

εως, ἡ, (πεύθομαι)

   A inquiry, question, Ph.1.202,al., Ruf. Interrog.2, Plu.2.614d(pl.), Philostr.Jun.Im.10, etc.: as a rhet. figure, D.H.Dem.54, Longin.18.1.    2 information, αἱ ἀπὸ σοῦ π. Phalar.Ep.125.

German (Pape)

[Seite 607] ἡ, Frage, Plut. Symp. 1, 1, 5, Kunde Nachricht, Sp., wie Philo.

Greek (Liddell-Scott)

πεῦσις: -εως, ἡ, (πεύθομαι) ἐρώτησις, ἐρώτημα, Πλούτ. 2. 614D, Φιλόστρ. 876· ― σχῆμα ῥητορ., Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 54, Λογγῖν. 18. 2) πληροφορία, Φάλαρ. 53· πρβλ. πύστις.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’interroger ou de s’informer, demande, question.
Étymologie: πεύσομαι.

Greek Monolingual

-εύσεως, ἡ, Α πεύθομαι
1. ερώτηση, ερώτημα
2. πληροφορία
3. ρητορική ερώτηση.

Russian (Dvoretsky)

πεῦσις: εως ἡ вопрос Plut.