προστυχής: Difference between revisions
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
(nl) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προστυχής -ές [προστυγχάνω] bekend met, met dat.: οὐ γὰρ δὴ προστυχής γε αὐτός... γέγονας ταῖς ἐν τῷ Νείλῳ τιθασείαις τῶν ἰχθύων want zelf ben je duidelijk niet bekend met de visteelt in de Nijl Plat. Plt. 264c. tegemoet tredend:. ἐὰν μὴ προστυχὴς δὲ ἐν πέντε ἔτεσιν γένηταί τις en als niemand hem binnen vijf jaar ermee confronteert Plat. Lg. 954d. | |elnltext=προστυχής -ές [προστυγχάνω] bekend met, met dat.: οὐ γὰρ δὴ προστυχής γε αὐτός... γέγονας ταῖς ἐν τῷ Νείλῳ τιθασείαις τῶν ἰχθύων want zelf ben je duidelijk niet bekend met de visteelt in de Nijl Plat. Plt. 264c. tegemoet tredend:. ἐὰν μὴ προστυχὴς δὲ ἐν πέντε ἔτεσιν γένηταί τις en als niemand hem binnen vijf jaar ermee confronteert Plat. Lg. 954d. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προστῠχής:''' встречавшийся, сталкивавшийся, т. е. знакомый, осведомленный (τινι Plat.): π. τῷ βίῳ γιγνόμενος Plat. человек с (большим) житейским опытом. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A engaged in or acquainted with, ταῖς τιθασείαις τῶν ἰχθύων Pl.Plt.264c; π. [τῇ στερεομετρίᾳ] γεγονότες Id.Epin.990e; τῷ βίῳ ib.973c, etc.; π. γίνεται,= προστυγχάνει, Id.Lg.955d. Adv. -χῶς by chance, Numen. ap. Eus.PE14.5.
German (Pape)
[Seite 784] ές, das, was Einem zustößt, begegnet, zufällig begegnend; προστυχὴς γίγνεται = προστυγχάνει, Plat. Legg. XII, 954 d epinom. 973 b u. öfter; τῷ βίῳ, im Leben Unglückssälle gehabt habend; – sich wobei befindend, womit beschäftigt, φιλοσοφίᾳ, τέχνῃ u. dgl., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προστῠχής: -ές, ἀσχολούμενος εἴς τι, ταῖς τιθασείαις τῶν ἰχθύων Πλάτ. Πολιτικ. 264C· τῇ ἀστρονομίᾳ ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιν. 990D· τῷ βίῳ αὐτόθι 973Β, κτλ.· πρ. γίνεται = προστυγχάνει, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 955D. Ἐπίρ. -χῶς, τυχαίως Εὐσέβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 728C.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που ασχολείται με κάτι («προστυχεῑς [τῇ στερεoμετρίᾳ] γεγονότες», Πλάτ.)
2. φρ. «προστυχὴς γίνεται» — τον συναντά κάποιος τυχαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -τυχής (< τύχη), πρβλ. ἀ-τυχής].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προστυχής -ές [προστυγχάνω] bekend met, met dat.: οὐ γὰρ δὴ προστυχής γε αὐτός... γέγονας ταῖς ἐν τῷ Νείλῳ τιθασείαις τῶν ἰχθύων want zelf ben je duidelijk niet bekend met de visteelt in de Nijl Plat. Plt. 264c. tegemoet tredend:. ἐὰν μὴ προστυχὴς δὲ ἐν πέντε ἔτεσιν γένηταί τις en als niemand hem binnen vijf jaar ermee confronteert Plat. Lg. 954d.
Russian (Dvoretsky)
προστῠχής: встречавшийся, сталкивавшийся, т. е. знакомый, осведомленный (τινι Plat.): π. τῷ βίῳ γιγνόμενος Plat. человек с (большим) житейским опытом.