συγχώρημα: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176
(nl)
(4)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συγχώρημα -ατος, τό [συγχωρέω] concessie, toekenning. κατὰ τὸ συγχώρημα τῆς τιμῆς door de toekenning van dat eerbewijs Plut. Publ. 20.3.
|elnltext=συγχώρημα -ατος, τό [συγχωρέω] concessie, toekenning. κατὰ τὸ συγχώρημα τῆς τιμῆς door de toekenning van dat eerbewijs Plut. Publ. 20.3.
}}
{{elru
|elrutext='''συγχώρημα:''' ατος τό уступка, согласие, разрешение (περί τινος Polyb.): σ. τῆς [[τιμῆς]] Plut. оказание почестей.
}}
}}

Revision as of 04:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχώρημα Medium diacritics: συγχώρημα Low diacritics: συγχώρημα Capitals: ΣΥΓΧΩΡΗΜΑ
Transliteration A: synchṓrēma Transliteration B: synchōrēma Transliteration C: sygchorima Beta Code: sugxw/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A concession, Plb.5.67.8, al.; σ. λαβεῖν παρά τινος Id.4.73.10; περί τινος Id.1.85.3; σ. γίγνεταί τινι Id.6.13.3; σ. τιμῆς Plu.Publ. 20.    2 agreement, PSI2.189.18 (ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 972] τό, das Nachgegebene, Erlaubniß, Urlaub; Pol. 5, 67, 8 u. öfter; συγχώρημα λαβεῖν παρά τινος, 4, 73, 10; c. inf., 4, 80, 12; περί τινος, 1, 85, 3.

Greek (Liddell-Scott)

συγχώρημα: τό, παραχώρησις, συναίνεσις, Πολύβ. 5. 67, 8, κτλ.· συγχ. λαβεῖν παρά τινος 4. 73, 10· περί τινος 1. 85, 3· σ. γίγνεταί τινι 6. 13, 3· σ. τιμῆς Πλουτ. Ποπλ. 20.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. συγχώρησις.
Étymologie: συγχωρέω.

Greek Monolingual

τὸ, Α συγχωρῶ
1. συγκατάνευση, συγκατάθεση, έγκριση («λαβόντες παρὰ τῶν Ἑλλήνων συγχώρημα διὰ τὸν ἀγῶνα τῶν Ὀλυμπίων», Πολ.)
2. συμφωνία, συνεννόηση («ὁμολογῶ πεπρακέναι τὸ ὑπάρχον μοι ἀπὸ δικαίου συγχωρήματος Κοπρέου ψιλὸν τόπον», πάπ.).

Greek Monolingual

τὸ, Α συγχωρῶ
1. συγκατάνευση, συγκατάθεση, έγκριση («λαβόντες παρὰ τῶν Ἑλλήνων συγχώρημα διὰ τὸν ἀγῶνα τῶν Ὀλυμπίων», Πολ.)
2. συμφωνία, συνεννόηση («ὁμολογῶ πεπρακέναι τὸ ὑπάρχον μοι ἀπὸ δικαίου συγχωρήματος Κοπρέου ψιλὸν τόπον», πάπ.).

Greek Monotonic

συγχώρημα: -ατος, τό, παραχώρηση, υποχώρηση, συγκατάνευση, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγχώρημα -ατος, τό [συγχωρέω] concessie, toekenning. κατὰ τὸ συγχώρημα τῆς τιμῆς door de toekenning van dat eerbewijs Plut. Publ. 20.3.

Russian (Dvoretsky)

συγχώρημα: ατος τό уступка, согласие, разрешение (περί τινος Polyb.): σ. τῆς τιμῆς Plut. оказание почестей.