τρυπάω: Difference between revisions
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρῡπάω:''' μέλ. <i>τρυπήσω</i>, Παθ., παρακ. <i>τετρύπημαι</i> ([[τρύω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[τρυπώ]], [[διατρυπώ]], σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., τὰ [[ὦτα]] τετρυπημένος, με τα αυτιά του τρυπημένα για σκουλαρήκια, σε Ξεν.· [[ψῆφος]] τετρυπημένη, η [[ψήφος]] της καταδίκης που είχε μια [[τρύπα]] στη [[μέση]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> [[τρυπάω]] τῷ ποδὶ τὴν βελόνην, [[περνάω]] τη [[βελόνα]] μέσα από το [[πόδι]], σε Ανθ. | |lsmtext='''τρῡπάω:''' μέλ. <i>τρυπήσω</i>, Παθ., παρακ. <i>τετρύπημαι</i> ([[τρύω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[τρυπώ]], [[διατρυπώ]], σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., τὰ [[ὦτα]] τετρυπημένος, με τα αυτιά του τρυπημένα για σκουλαρήκια, σε Ξεν.· [[ψῆφος]] τετρυπημένη, η [[ψήφος]] της καταδίκης που είχε μια [[τρύπα]] στη [[μέση]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> [[τρυπάω]] τῷ ποδὶ τὴν βελόνην, [[περνάω]] τη [[βελόνα]] μέσα από το [[πόδι]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρῡπάω:''' <b class="num">1)</b> буравить, сверлить, просверливать ([[δόρυ]] τρυπάνῳ Hom.): τὰ [[ὦτα]] τετρυπημένος Xen. с проколотыми ушами; [[ψῆφος]] τετρυπημένη Aeschin., Arst. просверленный камешек (который подавался членом суда, высказывавшимся за осуждение обвиняемого); [[πόνος]] μοι (v. l. με) τρυπᾷ τὸν [[πόδα]] Luc. боль сверлит мне ногу;<br /><b class="num">2)</b> Theocr. = [[βινέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:56, 1 January 2019
English (LSJ)
A bore, pierce through, ὡς ὅτε τις τρυπῷ (opt.) δόρυ νήϊον ἀνὴρ τρυπάνῳ, οἱ δέ τ' ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι (cf. τρυπανία) Od.9.384, cf. Hp.VC18, Pl.Cra.387e; ἐτρύπησεν τῷ ποδὶ τὴν βελόνην (of a very thin man) AP11.102 (Ammian. or Nicarch.), 308 (Lucill.); with double acc., πόνος με τὸν πόδα τ. is stabbing into, Luc.Ocyp. 169; cf. ἁλία (B) :—Pass., τετρυπήσθω τὸ τρῆμα let the hole be bored, Hp.Steril.222; δι' ὠτὸς . . τρυπωμένου through well-bored ear, i. e. open to hear, S.Fr.858 (codd.Plu., but ῥυπωμένου is prob. cj.); τὰ ὦτα τετρυπημένος having one's ears pierced for ear-rings, X.An. 3.1.31; ψῆφος τετρυπημένη the pebble of condemnation which had a hole in it, opp. πλήρης, Aeschin.1.79, Arist.Ath.68.2, 69.1; ἐτετρύπητο ἄλλη ἔξοδος Luc.Alex.16. 2 sens. obsc., Theoc.5.42, APl.4.243 (Antist.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῡπάω: μέλλ. -ήσω, (ἰδὲ τρύω) διατρυπῶ, ὡς ὅτε τις τρυπῷ (εὐκτ.) δόρυ νήϊον ἀνὴρ τρυπάνῳ, οἱ δὲ τ’ ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι (πρβλ. τρυπανία) Ὀδ. Ι. 384, πρβλ. Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 911, Πράτ. Κρατ. 387Ε· «τὸν πόδα τῇ βελόνῃ τρυπῶν Κλεόνικος ὁ λεπτός, αὐτὸς ἐτρύπησε τῷ ποδὶ τὴν βελόνην», ὡς ὢν λεπτότερας καὶ αὐτῆς τῆς βελόνης, Ἀνθ. Παλ. 11. 308, πρβλ. αὐτόθι 102· ἀλλὰ μετὰ διπλῆς αἰτ., πόνος μὲ τὸν πόδα τρ. Λουκ. Ὠκύπ. 169· πρβλ. ἁλιά. - Παθ., τετρυπήσθω τὸ τρῆμα, ἂς τρυπηθῇ, ἂς ἀνοιχθῇ ἡ ὀπή, Ἱππ. 680. 19· δι’ ὠτός... τετρυπημένου, καλῶς τρυπημένου, δηλ. ἀνοικτοῦ ὅπως ἀκούῃ, Σοφ. Ἀποσπ. 737· τὰ ὦτα τετρυπημένος, πρὸς ἐξάρτησιν ἐνωτίων, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 31· ψῆφος τετρυπημένη, ἡ τῆς καταδίκης ἡ ἔχουσα ὀπὴν ἐν τῷ μέσῳ, ἀντίθετ. τῷ πλήρης, Αἰσχίν. 11. 34, Ἀριστ. Ἀποσπ. 424-6· ἐτετρύπητο ἄλλη ἔξοδος Λουκ. Ἀλεξ. 16. 2) ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, αἱ δὲ χίμαιραι αἵδε κατβληχῶντο καὶ ὁ τράγος αὐτὰς ἐτρύπη, αἱ δὲ αἶγες ἐμηκῶντο καὶ ὁ τράγος ὤχευεν αὐτάς, Θεόκρ. 5. 42· τρυπᾶν πάντες ἐπιστάμεθα, ἀντὶ τοῦ βινεῖν, Ἀνθ. Πλαν. 243.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
percer, trouer, acc. ; Pass. être percé ; τετρυπημένη ψῆφος ESCHN vote de condamnation litt. caillou percé.
Étymologie: τρύπη.
Greek Monotonic
τρῡπάω: μέλ. τρυπήσω, Παθ., παρακ. τετρύπημαι (τρύω)·
1. τρυπώ, διατρυπώ, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., τὰ ὦτα τετρυπημένος, με τα αυτιά του τρυπημένα για σκουλαρήκια, σε Ξεν.· ψῆφος τετρυπημένη, η ψήφος της καταδίκης που είχε μια τρύπα στη μέση, σε Αισχίν.
2. τρυπάω τῷ ποδὶ τὴν βελόνην, περνάω τη βελόνα μέσα από το πόδι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τρῡπάω: 1) буравить, сверлить, просверливать (δόρυ τρυπάνῳ Hom.): τὰ ὦτα τετρυπημένος Xen. с проколотыми ушами; ψῆφος τετρυπημένη Aeschin., Arst. просверленный камешек (который подавался членом суда, высказывавшимся за осуждение обвиняемого); πόνος μοι (v. l. με) τρυπᾷ τὸν πόδα Luc. боль сверлит мне ногу;
2) Theocr. = βινέω.