ὑπέρβασις: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπέρβᾰσις:''' -εως, ἡ, = το προηγ., [[παράβαση]], σε Θέογν. | |lsmtext='''ὑπέρβᾰσις:''' -εως, ἡ, = το προηγ., [[παράβαση]], σε Θέογν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπέρβᾰσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> перевоз, переправа (τῶν λέμβων Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> = [[ὑπέρβατον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:12, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A a passing over, ὄρη μόλις ἁμάξῃ μιᾷ καὶ ὀρικῷ ζεύγει τὴν ὑ. βιαζομένοις ξυγχωροῦντα Jul.Or.2.72a; a pass over mountains, Str.4.6.12; passage over a desert, Id.16.2.30. 2 overstepping, of a dislocated joint, Hp.Art.80. 3 καθ' ὑπέρβασιν, of bandaging which gives the appearance of winglets, Gal.18(1).790. 4 'jumping over' an intervening space, Phld.D.3.9. II metaph., transgression, Thgn.1247. III Act., = ὑπερβίβασις (nisi hoc legend.), transport across (the Isthmus), τῶν λέμβων Plb.4.19.8. 2 Rhet., transposition, Suid. s.v. Γοργίας (pl.).
German (Pape)
[Seite 1192] εως, ἡ, das Ueberschreiten, bes. die Uebertretung eines Gesetzes. – Bei den Gramm. = ὑπέρβατον. – Bei Pol. 4, 19, 8 erkl. man es = ὑπερβίβασις.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρβᾰσις: -εως, ἡ, τὸ ὑπερβαίνειν, διέρχεσθαι ὑπεράνω, Κλήμ. Ἀλεξ. 854· - διάβασις ὀρέων, Στράβ. 209· διάβασις ὑπεράνω τινός, ὑπεράνω ἐρήμου, ὁ αὐτ. 759. 2) ἐπὶ μεταστάσεως ἄρθρου τοῦ δακτύλου, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 839. ΙΙ. μεταφορ., παράβασις, ἁμάρτημα, Θέογνις 1247. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπέρβασις, ἀδικία. κόρος. ἁμαρτία. ὑπερηφανία. παράβασις ὅρκων». ΙΙΙ. ἐνεργ. = ὑπερβίβασις (εἰ μὴ αὐτὸ τοῦτο ἀναγνωστέον), Πολύβ. 4. 19, 8.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
I. action de passer par-dessus ou au delà :
1 lieu qu’on franchit, passage de montagne, de rivière, col, gué;
2 dislocation d’un membre;
3 fig. transgression;
II. 1 action de faire passer, de transporter;
2 action d’intervenir ; t. de rhét. hyperbate.
Étymologie: ὑπερβαίνω.
Greek Monolingual
-άσεως, ἡ, ΜΑ
βλ. υπέρβαση.
Greek Monotonic
ὑπέρβᾰσις: -εως, ἡ, = το προηγ., παράβαση, σε Θέογν.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρβᾰσις: εως ἡ1) перевоз, переправа (τῶν λέμβων Polyb.);
2) = ὑπέρβατον.