φώνημα: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φώνημα:''' τό ([[φωνέω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[παράγω]] ήχο ή [[φωνή]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> το εκφωνηθέν, [[ομιλία]], [[γλώσσα]], σε Σοφ.
|lsmtext='''φώνημα:''' τό ([[φωνέω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[παράγω]] ήχο ή [[φωνή]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> το εκφωνηθέν, [[ομιλία]], [[γλώσσα]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''φώνημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> голос, звук Soph., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> слово, речь Soph., Luc.
}}
}}

Revision as of 05:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φώνημα Medium diacritics: φώνημα Low diacritics: φώνημα Capitals: ΦΩΝΗΜΑ
Transliteration A: phṓnēma Transliteration B: phōnēma Transliteration C: fonima Beta Code: fw/nhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A sound made, utterance, S.Aj. 16, Ph.1295, Ichn.39; of a singer's voice, D.C.61.20; of a dog's bark and ass's bray, Gal.18(1).291.    2 thing spoken, speech, language, S.Ph.234, OT324.

German (Pape)

[Seite 1322] τό, Laut, Ton, Stimme, Sprache, Soph. Ai. 16 Phil. 1279. 234 u. Sp., wie Luc. Alex. 3.

Greek (Liddell-Scott)

φώνημα: τό, ἦχος φωνῆς, φωνή, Σοφ. Αἴ. 16, Φιλ. 1295· ἐπὶ τῆς φωνῆς ᾄδοντος, Δίων Κάσσ. 61. 20. 2) τὸ ἐκφωνηθέν, τὸ λεχθέν, ὦ φίλτατον φώνημα Σοφ. Φιλ. 234· φώνημα ἰὸν πρὸς καιρὸν Οἰδ. Τύρ. 324.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 son de voix;
2 parole, discours.
Étymologie: φωνέω.

Greek Monolingual

-ήματος, το, ΝΑ
φθόγγος
νεοελλ.
1. γλωσσ. φθόγγος που έχει διαφοροποιητική αξία στο φωνολογικό σύστημα μιας γλώσσας, συνθέτοντας έτσι τη λειτουργική της πλευρά, όπως είναι οι φθόγγοι / p /, / f /, / t /, τών οποίων η παρουσία ή η απουσία σε φωνητικώς όμοιο περιβάλλον επηρεάζει τη σημασία του εκφωνήματος, όπως λ.χ. / p-onos / «πόνος», / f-onos / «φόνος», / t-onos / «τόνος»
2. (ψυχιατρ.) ακουστική ψευδαίσθηση κατά την οποία ο ασθενής νομίζει ότι ακούει φωνές ή ομιλίες
αρχ.
1. ήχος φωνής, φωνή («τίνος φώνημα, μῶν Ὀδυσσέως, ἐπῃσθόμην;», Σοφ.)
2. (ειδικότερα) φωνή προσώπου που τραγουδά
3. λόγος («φώνημ' ἰὸνπρὸς καιρόν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνῶ. Η λ. ως όρος της γλωσσολογίας είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. phoneme].

Greek Monotonic

φώνημα: τό (φωνέω),
1. παράγω ήχο ή φωνή, σε Σοφ.
2. το εκφωνηθέν, ομιλία, γλώσσα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

φώνημα: ατος τό1) голос, звук Soph., Plut.;
2) слово, речь Soph., Luc.