δειπνολόχος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it

Source
(1b)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''δειπνολόχος:''' жадный до (вкусных) обедов, падкий на лакомства ([[γυνή]] Hes.).
|elrutext='''δειπνολόχος:''' жадный до (вкусных) обедов, падкий на лакомства ([[γυνή]] Hes.).
}}
{{elnl
|elnltext=δειπνολόχος -η -ον [δεῖπνον, λόχος] loerend op maaltijden.
}}
}}

Revision as of 06:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειπνολόχος Medium diacritics: δειπνολόχος Low diacritics: δειπνολόχος Capitals: ΔΕΙΠΝΟΛΟΧΟΣ
Transliteration A: deipnolóchos Transliteration B: deipnolochos Transliteration C: deipnolochos Beta Code: deipnolo/xos

English (LSJ)

η, ον,

   A laying traps, fishing for invitations to dinner, parasitic, Hes.Op.704.

German (Pape)

[Seite 540] den Gastmählern auflauernd, schmarotzend, Hes. O. 702; VLL.; Göttling δειπνολόχη.

Greek (Liddell-Scott)

δειπνολόχος: -η, -ον, ὁ παραμονεύων τὰ δεῖπνα, ἐπιδιώκων προσκλήσεις εἰς δεῖπνα, παράσιτος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 702· πρβλ. βωμολόχος.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
qui guette un souper, parasite.
Étymologie: δεῖπνον, λόχος.

Spanish (DGE)

-η, -ον
que acecha la comida, parásito Hes.Op.704, Orac.Sib.2.258, Zonar., Sud.

Greek Monolingual

δειπνολόχος, -η, -ον) (Α) ο δειπνοθήρας, ο παράσιτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δείπνον + -λοχος < λόχος (πρβλ. νυκτιλόχος, φρυνολόχος)].

Greek Monotonic

δειπνολόχος: -η, -ον, αυτός που επιδιώκει να προσκαλείται στο δείπνο, παρασιτικός, χαραμοφάης, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

δειπνολόχος: жадный до (вкусных) обедов, падкий на лакомства (γυνή Hes.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δειπνολόχος -η -ον [δεῖπνον, λόχος] loerend op maaltijden.