καταγιγαρτίζω: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
(2b)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταγιγαρτίζω:''' досл. освобождать (плоды) от косточек, перен. бесчестить (лат. stuprare) Arph.
|elrutext='''καταγιγαρτίζω:''' досл. освобождать (плоды) от косточек, перен. бесчестить (лат. stuprare) Arph.
}}
{{elnl
|elnltext=καταγιγαρτίζω [κατά, γίγαρτον] ontmaagden.
}}
}}

Revision as of 06:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγῐγαρτίζω Medium diacritics: καταγιγαρτίζω Low diacritics: καταγιγαρτίζω Capitals: ΚΑΤΑΓΙΓΑΡΤΙΖΩ
Transliteration A: katagigartízō Transliteration B: katagigartizō Transliteration C: katagigartizo Beta Code: katagigarti/zw

English (LSJ)

   A take out the kernel: metaph., deflower, Ar.Ach. 275 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1342] eigtl. auskernen, s. γίγαρτον, in obscöner Bdtg Ar. Ach. 263, stuprare.

Greek (Liddell-Scott)

καταγῐγαρτίζω: ἐξάγω τὰ γίγαρτα, τὰ «κουκούτσια»· μεταφ., ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, stuprare, Ἀριστοφ. Ἀχ. 275.

Greek Monolingual

καταγιγαρτίζω (Α)
(με άσεμνη σημ.) βγάζω τα κουκούτσια από καρπό, καταγαμώ («ὑληφόρον... μέσην λαβόντ' ἄραντα καταβαλόντα καταγιγαρτίσαι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -γιγαρτίζω (< γίγαρτον «το κουκούτσι του σταφυλιού»), πρβλ. εκ-γιγαρτίζω].

Russian (Dvoretsky)

καταγιγαρτίζω: досл. освобождать (плоды) от косточек, перен. бесчестить (лат. stuprare) Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταγιγαρτίζω [κατά, γίγαρτον] ontmaagden.