ζοφώδης: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
(2b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ζοφώδης:''' потемневший, мрачный, темный Arst., Plut., Anth.
|elrutext='''ζοφώδης:''' потемневший, мрачный, темный Arst., Plut., Anth.
}}
{{elnl
|elnltext=ζοφώδης -ες [ζόφος –ειδης] met donkere kleur. Hp.
}}
}}

Revision as of 07:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζοφώδης Medium diacritics: ζοφώδης Low diacritics: ζοφώδης Capitals: ΖΟΦΩΔΗΣ
Transliteration A: zophṓdēs Transliteration B: zophōdēs Transliteration C: zofodis Beta Code: zofw/dhs

English (LSJ)

ες,=

   A ζοφοειδής, οὖρον Hp.Coac.570; θάλαττα Arist.Pr. 944b22; ἀήρ ib.946a34 (Sup.), cf. Vett. Val.312.32; [σελήνη] Thphr. Sign.12; Βόσπορος Str.1.2.9; Εὖρος App.Hann.20; opaque, Cleom. 1.4.

German (Pape)

[Seite 1140] ες, dunkel, Hdn. 1, 8, 12; νέκυς Crinag. 36 (VII,380).

Greek (Liddell-Scott)

ζοφώδης: -ες, = ζοφοειδής, Ἱππ. 213C, Ἀριστ. Προβλ. 26, 37, 53.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
obscur, trouble.
Étymologie: ζόφος, -ωδης.

English (Slater)

ζοφώδης ?
   1 dark Σ (O. 7.86), ἔφη ὁ Πίνδαρος νεφέλην τὴν ὕδωρ ἔχουσαν ζοφώδη fr. 302.

Greek Monolingual

-ες (AM ζοφώδης, -ες) ζόφος
αυτός που έχει σκοτεινό χρώμα, σκοτεινός, ζοφερός
μσν.
μτφ. αυτός που είναι βυθισμένος στο σκοτάδι της πλάνης και της αμάθειας, γεμάτος προκαταλήψεις, αμόρφωτος, αδιαφώτιστος.

Russian (Dvoretsky)

ζοφώδης: потемневший, мрачный, темный Arst., Plut., Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζοφώδης -ες [ζόφος –ειδης] met donkere kleur. Hp.