καταψύχω: Difference between revisions

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
(2b)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταψύχω:''' (ῡ) (aor. pass. κατεψύχθην и κατεψύγην)<br /><b class="num">1)</b> охлаждать (τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> освежать (τὴν γλῶσσάν τινος NT);<br /><b class="num">3)</b> иссушать ([[χώρα]] [[ἄδενδρος]] καὶ κατεψυγμένη Plut.);<br /><b class="num">4)</b> перен. охлаждать, унимать ([[πῆξαι]] καὶ καταψύξαι τινά Plut.).
|elrutext='''καταψύχω:''' (ῡ) (aor. pass. κατεψύχθην и κατεψύγην)<br /><b class="num">1)</b> охлаждать (τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> освежать (τὴν γλῶσσάν τινος NT);<br /><b class="num">3)</b> иссушать ([[χώρα]] [[ἄδενδρος]] καὶ κατεψυγμένη Plut.);<br /><b class="num">4)</b> перен. охлаждать, унимать ([[πῆξαι]] καὶ καταψύξαι τινά Plut.).
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-ψύχω koelen, afkoelen:; κατεψυγμένοι γάρ εἰσιν (oude mensen) zijn namelijk afgekoeld Aristot. Rh. 1389b30; overdr. bekoelen:. κατέψυκτ o τὸ πρακτικόν zijn energie was bekoeld Plut. Pomp. 46.6. verdorren:. κατεψυγμένη een verdord (land) Plut. Pomp. 31.4.
}}
}}

Revision as of 07:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταψύχω Medium diacritics: καταψύχω Low diacritics: καταψύχω Capitals: ΚΑΤΑΨΥΧΩ
Transliteration A: katapsýchō Transliteration B: katapsychō Transliteration C: katapsycho Beta Code: katayu/xw

English (LSJ)

[ῡ],

   A cool, chill, ὕδωρ κ. τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν Arist.Mete.361a2, cf. 368b34; ὁ φόβος καταψύχει Id.PA650b28, cf. Pr.954b13, al.; αἱ ἄτομοι . . κατέψυξαν [τὸ σῶμα] Epicur.Fr.60:—Pass., fut. -ψῠγήσομαι Vett.Val. 73.21: pf. -έψυγμαι: aor. -εψύχθην, also -εψύγην [ῠ] Arist.Pr.897a22:—to be chilled, become cold, Hp.Aph.4.40, Arist.HA531b31, etc.; of persons, κατεψυγμένοι, opp. θερμοί, Id.Rh.1389b30.    2 metaph., οὐ -έψυξαν τὴν ὁρμήν did not allow their ardour to cool, J.BJ1.2.7:— Pass., κατέψυκτο τὸ πρακτικόν Plu.Pomp.46, cf.Critodem. in Cat.Cod. Astr.8(1).259, Vett.Val.l.c.    3 cool, refresh, καταψύχει πνοή A. Fr.127.    II dry land after irrigation, PCair.Zen.155 (iii B.C.):— Pass., of a country, χώρα κατεψυγμένη dried or parched up, D.S.1.7, cf. Plu.Pomp.31.    III intr., cool down, of persons, LXX Ge.18.4.

Greek (Liddell-Scott)

καταψύχω: ῡ: μέλλ. -ξω, λίαν ψυχραίνω, ποιῶ τι κατάψυχρον, παγώνω, ὕδωρ κ. τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 14, πρβλ. 2. 8, 43, κ. ἀλλ.˙ ὁ φόβος καταψύχει ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 4, πρβλ. Προβλ. 30. 1, 22, κ. ἀλλ.- Παθ. πρκμ. κατέψυγμαι: ἀόρ. κατεψύχθην καὶ κατεψύγην ῠ Ἀριστ. Προβλ. 10. 54, 4˙- ψυχραίνομαι, γίνομαι ψυχρός, Ἱππ. Ἀφ. 1250, κτλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 3, κ. ἀλλ.˙ ἐπὶ προσώπων, κατεψυγμένοι, ἀντίθ. τῷ θερμοί, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 13, 7, κ. ἀλλ.˙ κατέψυκται τὸ πρακτικὸν ἡδονῇ σχολῆς Πλουτ. Πομπ. 46. 2) μεταφ., δροσίζω, ἀναψύχω, καταψύχει πνοὴ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 127b. II. ἐν τῷ παθ., ἐπὶ χώρας, χώρα κατεψυγμένη, κατάξηρος, Διόδ. 1. 7˙ ἀθαλλὴς καὶ μεμαραμμένος, ἄδενδρος, ἀντίθετ. χλοερὸς καὶ κατάσκιος τόπος, Πλουτ. Πομπ. 31. ΙΙΙ. ἀμεταβ., καταπραΰνομαι, ἐπὶ κυνός, Ἀριστ. Ἀποσπ. 169.

French (Bailly abrégé)

souffler sur, d’où
1 refroidir, rafraîchir;
2 sécher, dessécher ; Pass. être desséché en parl. de pays.
Étymologie: κατά, ψύχω.

English (Strong)

from κατά and ψύχω; to cool down (off), i.e. refresh: cool.

English (Thayer)

1st aorist κατεψυξα; to cool off (make) cool: Hippocrates, Aristotle, Theophrastus, Plutarch, others)

Greek Monolingual

(AM καταψύχω)
ψύχω κάτι πολύ, παγώνω κάτι με έντονη ψύξηὕδωρ καταψύχει τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεψυγμένος, -η, -ο
α) αυτός που έχει διατηρηθεί επί μακρό χρόνο σε καλή κατάσταση με τη μέθοδο της κατάψυξης («κατεψυγμένα προϊόντα»)
β) φρ. «κατεψυγμένες ζώνες» — οι ζώνες της γης που περιλαμβάνουν τις χώρες οι οποίες βρίσκονται και από τις δύο πλευρές τών πολικών κύκλων
μσν.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεψυγμένος, -η, -ον
α) φθαρτός
β) μαραμένος
αρχ.
1. καταστέλλω, περιορίζω («οὐ κατέψυξαν τὴν ὁρμήν», Ιώσ.)
2. δροσίζω («καταψύχει πνοή», Αισχύλ.)
3. ξεραίνω το έδαφος μετά την άρδευση
4. παθ. (για γη ή χώρα) καταψύχομαι
είμαι κατάξερος ή καμένος («χώρας κατεψυγμένης ἄφνω διάπυρος ὁ ἀὴρ γένηται», Διόδ.)
5. (αμτβ.) δροσίζομαι.

Greek Monotonic

καταψύχω: [ῡ], μέλ. -ξω,
I. ψυχραίνω, καταψύχω, παγώνω, σε Αριστ. — Παθ., παρακ. κατέψυγμαι, αόρ. αʹ κατεψύχθην και βʹ κατεψύγην [ῠ]· καταψύχομαι, παγώνομαι, λέγεται για πρόσωπα, στον ίδ., σε Πλούτ.
II. Παθ., λέγεται για χώρα, είμαι κατάξηρος ή άνυδρος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

καταψύχω: (ῡ) (aor. pass. κατεψύχθην и κατεψύγην)
1) охлаждать (τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν Arst.);
2) освежать (τὴν γλῶσσάν τινος NT);
3) иссушать (χώρα ἄδενδρος καὶ κατεψυγμένη Plut.);
4) перен. охлаждать, унимать (πῆξαι καὶ καταψύξαι τινά Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-ψύχω koelen, afkoelen:; κατεψυγμένοι γάρ εἰσιν (oude mensen) zijn namelijk afgekoeld Aristot. Rh. 1389b30; overdr. bekoelen:. κατέψυκτ o τὸ πρακτικόν zijn energie was bekoeld Plut. Pomp. 46.6. verdorren:. κατεψυγμένη een verdord (land) Plut. Pomp. 31.4.