καταφλέγω: Difference between revisions
ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting
(2b) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταφλέγω:''' (inf. aor. pass. καταφλεχθῆναι) (тж. κ. πυρί Hom., Hes.)<br /><b class="num">1)</b> сжигать (πάντα Hom.; κώμας Hes.; τὰς τριήρεις Plut.);<br /><b class="num">2)</b> жечь (огнем любви) (ἄνδρα Anth.). | |elrutext='''καταφλέγω:''' (inf. aor. pass. καταφλεχθῆναι) (тж. κ. πυρί Hom., Hes.)<br /><b class="num">1)</b> сжигать (πάντα Hom.; κώμας Hes.; τὰς τριήρεις Plut.);<br /><b class="num">2)</b> жечь (огнем любви) (ἄνδρα Anth.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατα-φλέγω in brand steken, verbranden. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 1 January 2019
English (LSJ)
fut. -
A φλέξω Il.22.512: aor. -έφλεξα Hes.Sc.18:— burn up, consume, πυρί Il.cc., cf. Arist.Mu.400a31 (v.l. προς-), Plu. Caes.68, Diog.Oen.38, etc.; of a caustic drug, Paul.Aeg.6.31: metaph., of love, θεὸς ἄνδρα κ. AP5.9 (Alc.):—Pass., to be burnt, aor. 1 -εφλέχθην Th.4.133, D.S.8 Fr.11, Philostr.VA8.15: aor. 2 -εφλέγην J.AJ13.4.4, D.Chr.46.1.
Greek (Liddell-Scott)
καταφλέγω: καίων καταβάλλω, διὰ τῆς φλογὸς ἀφανίζω, κατακαίω, ὁ Σουΐδ. «ἐφλέγετο γὰρ οὐ κατεφλέγετο», δηλ. καὶ ἐκαίετο πυρί, οὐ κατεκαίετο δέ, ἐν λ. πυράφλεκτος· πυρὶ Ἰλ. Χ. 512, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 18· ἀράμενοι δαυλοὺς διαπύρους ἔθεον ἐπὶ τὰς οἰκίας… καταφλέξοντες Πλουτ. Καῖσ. 68, κτλ.· μεταφ., ἐπὶ ἔρωτος, Ἀνθ. Π. 5. 10· πρβλ. καταφέγγω ·- Παθ., κατακαίομαι, Θουκ. 4. 133· καταφλεχθῆναι Διοδ. Ἐκλογ. 459. 67· καταφλεγῆναι Δίων Χρυσόστομ. 46, 518· μεταφορ., ἐπὶ ἔρωτος, Εὐμάθ. 266, Φιλόστρ., κτλ. ΙΙ. καταρρίπτω ὡς διὰ κεραυνοῦ, καταβάλλω, κ. καὶ καταβροντᾷ τοὺς ῥήτορας (κοινῶς: καταφέγγει) Λογγῖν. 34. 4 πρβλ. καταβροντάω.
French (Bailly abrégé)
brûler, consumer, acc..
Étymologie: κατά, φλέγω.
English (Autenrieth)
fut. -ξω: burn up, consume; πυρί, Il. 22.512†.
Spanish
abrasar, consumir completamente
Greek Monolingual
(AM καταφλέγω)
(επιτ. του φλέγω)
1. καταστρέφω με φωτιά, αποτεφρώνω, πυρπολώ
2. μτφ. (για σφοδρά πάθη) κατακαίω, φλογίζω
(«τον καταφλέγει ο έρωτας»)
μσν.
1. καταδικάζω, τιμωρώ
2. πυρώνω
μσν.-αρχ.
προκαλώ καυστικό πόνο, τσούζω
αρχ.
μτφ. κεραυνοβολώ, καταρρίπτω, καταβάλλω κάποιον σαν κεραυνός.
Greek Monotonic
καταφλέγω: μέλ. -ξω, καίω, αφανίζω, κατακαίω, πυρί, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ. — Παθ., κατακαίγομαι, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
καταφλέγω: (inf. aor. pass. καταφλεχθῆναι) (тж. κ. πυρί Hom., Hes.)
1) сжигать (πάντα Hom.; κώμας Hes.; τὰς τριήρεις Plut.);
2) жечь (огнем любви) (ἄνδρα Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-φλέγω in brand steken, verbranden.