πάροξυς: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
(31) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-υ, γεν. -έος, Α [[οξύς]]<br /><b>1.</b> (για σπασμένο, με [[κάταγμα]] [[οστό]]) [[αιχμηρός]], [[οξύς]], που απολήγει σε οξύ [[άκρο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[οξύθυμος]], [[ευέξαπτος]], [[ευερέθιστος]], [[αψύς]], [[ορμητικός]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὀμφακίας]]». | |mltxt=-υ, γεν. -έος, Α [[οξύς]]<br /><b>1.</b> (για σπασμένο, με [[κάταγμα]] [[οστό]]) [[αιχμηρός]], [[οξύς]], που απολήγει σε οξύ [[άκρο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[οξύθυμος]], [[ευέξαπτος]], [[ευερέθιστος]], [[αψύς]], [[ορμητικός]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὀμφακίας]]». | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πάρ-οξυς -υν gepunt. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 1 January 2019
English (LSJ)
υ,
A pointed, of a fractured bone, Hp.Fract.31. II metaph., precipitate, Antiph.80.8.
German (Pape)
[Seite 527] vorschnell, zur Unzeit hitzig, neben μάχιμος Antiphan. bei Ath. VI, 238 a, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πάροξυς: υ, ὀξύς, εἰς ὀξὺ ἀπολήγων, ἐπὶ τεθραυσμένου ὀστοῦ, Ἱππ. Ἀγμ. 773. ΙΙ. μεταφορ., ὀξύθυμος, ὁ ταχέως ὀργιζόμενος, οὐ μάχιμος, οὐ πάροξυς Ἀντιφάν. ἐν «Διδύμοις» 2. 8.
Greek Monolingual
-υ, γεν. -έος, Α οξύς
1. (για σπασμένο, με κάταγμα οστό) αιχμηρός, οξύς, που απολήγει σε οξύ άκρο
2. μτφ. (για πρόσ.) οξύθυμος, ευέξαπτος, ευερέθιστος, αψύς, ορμητικός
3. (κατά τον Ησύχ.) «ὀμφακίας».
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάρ-οξυς -υν gepunt.