περιπορεύομαι: Difference between revisions
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
(3b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περιπορεύομαι:''' <b class="num">1)</b> ходить всюду, странствовать, блуждать Plat.;<br /><b class="num">2)</b> обходить, объезжать (τοὺς ναούς, τὴν πόλιν [[κύκλῳ]] Polyb.). | |elrutext='''περιπορεύομαι:''' <b class="num">1)</b> ходить всюду, странствовать, блуждать Plat.;<br /><b class="num">2)</b> обходить, объезжать (τοὺς ναούς, τὴν πόλιν [[κύκλῳ]] Polyb.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περι-πορεύομαι rondtrekken. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 1 January 2019
English (LSJ)
A travel, go about, Pl.Lg.716a, Ceb.7 ; κατ' οὐρανόν Iamb.Protr.13; walk about, IG42(1).123.125 (Epid.). II c. acc. loci, go round, τὰ ἱερά Arist. Oec.1353b20 ; τὰς πόλεις, τοὺς ναούς, etc., Plb.3.7.3,9.6.3, etc.; τὴν πόλιν κύκλῳ Id.4.54.4 ; τὰς οἰκίας τῶν συγκλητικῶν D.S.40.1, cf. Corn.ND17.
German (Pape)
[Seite 589] herumreisen, umhergehen; Plat. Legg. IV, 716 a; τὴν πόλιν κύκλῳ, Pol. 4, 54, 4; – bereisen, τὰς πόλεις, 3, 7, 3, vgl. 10, 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
περιπορεύομαι: ἀποθ., περιοδεύω, Πλάτ. Νόμ. 716Α. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου, περιέρχομαι, τὰ ἱερὰ Ἀριστ. Οἰκ. 2. 41· τὰς πόλεις, τοὺς ναούς, κτλ. Πολύβ. 3. 7, 3., 9. 6, 3· τὴν πόλιν κύκλῳ ὁ αὐτ. 4. 54, 4, κτλ.
French (Bailly abrégé)
aller autour, faire le tour de, acc..
Étymologie: περί, πορεύω.
Greek Monolingual
Α
1. πορεύομαι, ταξιδεύω γύρω από έναν τόπο
2. (για ουράνιο σώμα) περιστρέφομαι («ὁ ἥλιος περιπορεύεται τὸν ζῳδιακὸν κύκλον», Γέμιν.)
3. περπατώ, βαδίζω γύρω από έναν τόπο
4. (με αιτ. του τόπου) περιέρχομαι («περιπορευόμενοι τὴν πόλιν», Πολ.).
Greek Monotonic
περιπορεύομαι: μέλ. -σομαι, αποθ., ταξιδεύω ή περιοδεύω σ' ένα μέρος, με αιτ., σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
περιπορεύομαι: 1) ходить всюду, странствовать, блуждать Plat.;
2) обходить, объезжать (τοὺς ναούς, τὴν πόλιν κύκλῳ Polyb.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-πορεύομαι rondtrekken.