πολυφαγία: Difference between revisions
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
(4) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολυφᾰγία:''' ἡ прожорливость Arst., Plut. | |elrutext='''πολυφᾰγία:''' ἡ прожорливость Arst., Plut. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολυφαγία -ας, ἡ [πολύφαγος] vraatzucht. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:07, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A excess in eating, Arist.GA768b29, Ph.1.686, Plu.2.624a, Iamb.Protr. 2.
German (Pape)
[Seite 675] ἡ, das Vielessen; Arist. gen. an. 4, 3; Nicol. bei Ath. X, 415 f.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠφᾰγία: ἡ, ὑπερβολὴ ἐν τῷ τρώγειν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 3, 20, Πλούτ. 2. 624Α.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
gourmandise, voracité.
Étymologie: πολύς, φαγεῖν.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
η ιδιότητα του πολυφάγου, το να τρώει κανείς πολύ ή περισσότερο απ' ό,τι χρειάζεται, αδηφαγία, λαιμαργία
νεοελλ.
ιατρ. υπερβολική επιθυμία για λήψη τροφής η οποία δεν περιορίζεται από την αίσθηση κορεσμού, αποτελεί ένα από τα συμπτώματα εκδήλωσης του διαβήτη και παρατηρείται σε ορισμένες φυλές, ενώ έχει σχέση με το περιβάλλον και την κληρονομική προδιάθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολύφαγος. Ο τ. ως νεοελλ. επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. polyphagie].
Russian (Dvoretsky)
πολυφᾰγία: ἡ прожорливость Arst., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυφαγία -ας, ἡ [πολύφαγος] vraatzucht.