στέρομαι: Difference between revisions

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
(4)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''στέρομαι:''' (только praes. и impf.) быть лишенным, лишиться, не иметь (τινος Her., Trag.): νίκης σ. Hes. (в знач. pf.) не одержать победы; χαίρειν τε καὶ σ. Soph. то радость, то лишения.
|elrutext='''στέρομαι:''' (только praes. и impf.) быть лишенным, лишиться, не иметь (τινος Her., Trag.): νίκης σ. Hes. (в знач. pf.) не одержать победы; χαίρειν τε καὶ σ. Soph. то радость, то лишения.
}}
{{elnl
|elnltext=στέρομαι [~ στερέω] beroofd worden of zijn van, met gen.. νίκης στέρεται hij wordt van de overwinning beroofd Hes. Op. 211; οἰκείων στέρεσθαι beroofd te zijn van hun eigendom Thuc. 1.70.7; στερέσθω τῆς ἀρχῆς dan moet hij beroofd worden van zijn ambt Plat. Lg. 948a.
}}
}}

Revision as of 08:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέρομαι Medium diacritics: στέρομαι Low diacritics: στέρομαι Capitals: ΣΤΕΡΟΜΑΙ
Transliteration A: stéromai Transliteration B: steromai Transliteration C: steromai Beta Code: ste/romai

English (LSJ)

Dor. imper. 3sg. σταρέστω BCH50.15 (Delph., iv B.C.); only used in pres. and impf., the other tenses being derived from στερέομαι (v. στερέω):—

   A to be without, lack, lose, νίκης τε στέρεται Hes. Op.211; στέρεσθαι τῆς χώρης Hdt.8.140.α', cf. Th.1.70, al.; στερομέναν φίλων A.Ag.1429 (lyr.), cf. E.IA889 (troch.); στέρεσθαι κρατός A. Pers.371; στέρομαι δ' οἴκων, σ. παίδων E.Ion865 (anap.); φίλτρων στέρομαι Id.El.1309 (anap.); στερόμενος ὧν ὁ θεὸς ἔδωκεν Antipho 4.1.3; στερέσθω τῆς ἀρχῆς Pl.Lg.948a; ὅπως ἂν . . τῶν αὑτῶν στέρωνται Id.R.433e; στερέσθω τοῦ βοσκήματος IG12(9).90.12 (Eretria, iv B.C.), cf. PHib.1.29.20 (iii B.C.), PRev.Laws 49.22, al. (iii B.C.); τῶν ὑπαρχόντων στέρεσθαι BGU1812.6 (i B.C.), cf. στερέω: abs., χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι S.Tr.136 (lyr.); ὑπὸ Ἀγησιλάου στέρεσθαι οὐδεὶς οὐδὲν πώποτε ἐνεκάλεσε X.Ages.4.1.

German (Pape)

[Seite 938] gew. nur praes. u. impt. als pass. zu στερέω (vgl. dies u. στερίσκω), beraubt sein, entbehren, τινός; νίκης, Hes. O. 213; χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι, Soph. Trach. 136; στέρομαι δ' οἴκων, στέρομαι παίδων, Eur. Ion 815; Phoen. 391 und öfter; στέρεσθαι τῆς χώρης, Her. 8, 140, 1; εἴπερ στερόμεθα ἐπιστήμης, Plat. Theaet. 196 e; Soph. 146 c u. öfter; Xen. An. 3, 2, 2 Conv. 4, 31 n. A., wie Pol. 2, 61, 10. – Als aor. kann man dazu rechnen ἐστέρην; σοῦ στερέντα, Eur. Alc. 625, oft; auch φασγάνῳ βίον στερείς, Hel. 94; u. fut. στερήσομαι, ich werde beraubt werden, entbehren, οἵου στερήσεσθ' ἀνδρός, Hipp. 1460 El. 308.

Greek (Liddell-Scott)

στέρομαι: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., οἱ δὲ ἄλλοι χρόνοι παραλαμβάνονται ἐκ τοῦ στερέομαι (ἴδε τὴν λέξιν)· - εἶμαι ἄνευ τινὸς πράγματος, ἔχω ἔλλειψίν τινος, χάνω, Λατ. carere, νίκης τε στέρεται Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 209· στέρεσθαι τῆς χώρης Ἡρόδ. 8. 140, 1· στερομέναν φίλων Αἰσχύλ. Πέρσ. 371· στέρομαι δ’ οἴκων στ. παίδων Εὐρ. Ἴων 865· φίλτρων στέρομαι ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1309· στερόμενος ὦν ὁ θεὸς ἔδωκεν Ἀντιφῶν 125. 27· στερέσθω τῆς ἀρχῆς Πλάτ. Νόμ. 948Α· ὅπως ἂν .. τῶν αὐτῶν στέρωνται ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 433Ε, κτλ.· - ἀπολ., χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι Σοφ. Τρ. 136· ὑπὸ Ἀγησιγάου στέρεσθαι οὐδεὶς οὐδὲν πώποτε ἐνεκάλεσε Ξεν. Ἀγησ. 4, 1.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf. et fut.
être privé de, gén..
Étymologie: cf. στερέω, στερίσκω.

Greek Monolingual

Α
μού λείπει κάτι, στερούμαι ενός πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία, αμφίβολη όμως, άποψη, το ρ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα ster- «κλέβω» και συνδέεται με το μσν. ιρλδ. serb «κλοπή», καθώς και με τα αρχ. άνω γερμ. stelan «κλέβω» (πρβλ. γερμ. stehlen), γοτθ. stilan «κλέβω». Το σύστημα κλίσης του ρ. στέρομαι εμφανίζει ποικιλία τ. Αρχικός είναι ο τ. του ενεστ. στέρομαι, σχηματισμένος από την απαθή βαθμίδα, απ' όπου προήλθαν με πρόσφυμα -η/ē- οι τ. τών άλλων χρόνων: ἐστέρην, στερήσομαι, ἐστερήθην, στερηθήσομαι, ἐστέρησα, στερήσω. Απαντούν, επίσης, και τ. ανώμαλοι όπως ο αόρ. ἐστέρεσα (σχηματισμένος πιθ. κατά το ὤλεσα) και η προστ. σταρέστω, η οποία έχει προέλθει πιθ. από τον τ. στερέσθω με τροπή του –ε σε -α- πριν από το -ρ- ή, κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, από τη συνεσταλμένη βαθμίδα σταρ- της ρίζας στερ-. Παρλλ., τέλος, προς τον ενεστ. στέρομαι απαντούν και οι τ. στερῶ και στερίσκω].

Greek Monotonic

στέρομαι: μόνο σε ενεστ. και παρατ., στερέομαι, έχω έλλειψη κάποιου πράγματος, στερούμαι, δεν έχω επάρκεια σε, Λατ. carere, με γεν., σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.· απόλ., υποφέρω απώλεια, σε Σοφ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

στέρομαι: (только praes. и impf.) быть лишенным, лишиться, не иметь (τινος Her., Trag.): νίκης σ. Hes. (в знач. pf.) не одержать победы; χαίρειν τε καὶ σ. Soph. то радость, то лишения.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στέρομαι [~ στερέω] beroofd worden of zijn van, met gen.. νίκης στέρεται hij wordt van de overwinning beroofd Hes. Op. 211; οἰκείων στέρεσθαι beroofd te zijn van hun eigendom Thuc. 1.70.7; στερέσθω τῆς ἀρχῆς dan moet hij beroofd worden van zijn ambt Plat. Lg. 948a.