τρῖμμα: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
(4b)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τρῖμμα:''' и [[τρίμμα]], ατος τό [[τρίβω]] ирон. тертый калач, ловкач Arph.
|elrutext='''τρῖμμα:''' и [[τρίμμα]], ατος τό [[τρίβω]] ирон. тертый калач, ловкач Arph.
}}
{{elnl
|elnltext=τρῖμμα -ατος, τό [τρίβω] doortrapt persoon, schurk.
}}
}}

Revision as of 09:09, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῖμμα Medium diacritics: τρῖμμα Low diacritics: τρίμμα Capitals: ΤΡΙΜΜΑ
Transliteration A: trîmma Transliteration B: trimma Transliteration C: trimma Beta Code: tri=mma

English (LSJ)

ατος, τό, (τρίβω)

   A that which is rubbed: metaph., like τρίβων (B) 2, a practised knave, Ar.Nu.260, Av.431.    II a drink or brew prepared of pounded groats and spices, Alex.188, Sotad.Com.1.4, Axionic.4.8 (anap.); τριμμάτων πλῆθος Diocl.Fr.138; ὅπως λαβὼν παρ ἐμοῦ . . σησάμου τέταρτον τρίψῃ μοι . . τ. UPZ62.21 (ii B. C.); = ἀρωματίζον τόμα ἐν γάμοις πινόμενον, Hsch.    2 fragments, μοχλῶν IG22.1672.303 (τρινματα lapis), cf. 7.3073.165 (Lebad., ii B. C.); scrapings, Hp.Nat.Mul.32.    III abrasion, Gal.13.181.

Greek (Liddell-Scott)

τρῖμμα: (οὐχὶ τρίμμα), τό, (τρίβω) πᾶν ὅ,τι εἶναι τετριμμένον· μεταφορ., ὡς τὸ τρίβων· ΙΙ. 2, πεπειραμένος, τετριμμένος πανοῦργος, λέγειν γενήσει τρῖμμα, κρόταλον, παιπάλη, «γενήσει τετριμμένος ἐν λόγοις, ἱκανὸς καὶ δεινὸς ἔσει λέγειν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 260, Ὄρν. 430. ΙΙ. πόμα μετ’ ἀρωμάτων ἢ εἶδος μυττωτοῦ, «ἐχρῶντο δὲ οἱ ἀρχαῖοι καὶ πόματί τινι ἐξ ἀρωμάτων κατασκευαζομένῳ, ὃ ἐκάλουν τρῖμμα» Ἀθήν. 31Ε· «τρῖμμα δὲ ἀρωματικὸν πόμα» Σουΐδ.· τρῖμμ’... διειμένον ὄξει Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 2· τὴν δὲ λοιπὴν γρυμέαν ἕψω ποιήσας τρῖμμα συκαμίνινον Σωτάδης ἐν «Ἐγκειομέναις» 1, 4· χλωρῷ τρίμματι βρέξας Ἀξιόνικος, ἐν «Φιλευριπίδῃ» 1. 8 - Ὑποκορ. τριμμάτιον, Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 17, Δίφιλος ἐν «Ζωγράφῳ» 1. ΙΙΙ. εἶδος πέμματος, Ἡσύχ. (πόμα Schmidt). IV. = τρῖψις, Ἰω. Νηστευτὴς 1928D.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
homme expert en qch, vieux routier.
Étymologie: τρίβω.

Greek Monotonic

τρῖμμα: -ατος, τό (τρίβω), αυτό το οποίο είναι τριμμένο· μεταφ., όπως το τρίβων II 2, πεπειραμένος πανούργος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τρῖμμα: и τρίμμα, ατος τό τρίβω ирон. тертый калач, ловкач Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρῖμμα -ατος, τό [τρίβω] doortrapt persoon, schurk.