δέατο: Difference between revisions
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δέᾰτο:''' [[λέξη]] αμφίβ. προέλ., ερμην. από το <i>ἐδόκει</i>· [[ἀεικέλιος]] δέατ' [[εἶναι]], φαινόταν, μου φάνηκε ότι ήταν [[αξιολύπητος]] [[άνθρωπος]], σε Ομήρ. Οδ.· πρβλ. [[δοάσσατο]]. | |lsmtext='''δέᾰτο:''' [[λέξη]] αμφίβ. προέλ., ερμην. από το <i>ἐδόκει</i>· [[ἀεικέλιος]] δέατ' [[εἶναι]], φαινόταν, μου φάνηκε ότι ήταν [[αξιολύπητος]] [[άνθρωπος]], σε Ομήρ. Οδ.· πρβλ. [[δοάσσατο]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[seemed]] (Il.)<br />Other forms: isolated imperfect 3. sg. ζ 242; beside <b class="b3">δεάμην ἐδοκίμαζον</b>, <b class="b3">ἐδόξαζον</b> and <b class="b3">δέαται φαίνεται</b>, <b class="b3">δοκεῖ</b> H.; Arcadian subj. <b class="b3">δέατοι</b> and (aor.) <b class="b3">δεά[σε]τοι</b>. Here perhaps also the aorist <b class="b3">δοάσσατο</b>, subj. <b class="b3">δοάσσεται</b> (Hom.) for <b class="b3">*δεάσσατο</b>, <b class="b3">-εται</b> after <b class="b3">ἔδοξε</b> (Wackernagel Unt. 61f.), but cf. <b class="b3">τροχάζω</b> from <b class="b3">τρέχω</b>; cf. Ruijgh Él. Ach. 130.<br />Origin: IE [Indo-European] [183] <b class="b2">*dei(h₂)-</b> [[seem]], [[shine]]<br />Etymology: Disyllabic root <b class="b2">*deih₂-</b> in <b class="b3">δέα-το</b> (Schwyzer 680f.), also in the adjective [[δῆλος]] (s. v.) < <b class="b3">*δέα-λος</b>. Monosyllabic form in Sanskrit, <b class="b2">dī́-de-ti</b> [[seems]], ipv. <b class="b2">di-dī-hí</b>, IE <b class="b2">*dei-</b>. - Cf. [[δῖος]] and [[Ζεύς]], [[δέελος]], [[δῆλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:55, 2 January 2019
English (LSJ)
A seemed, ἀεικέλιος δέατ' εἶναι methought he was a pitiful fellow, Od.6.242; εἰκ ἂν δέατοι, = ἢν δοκῇ, ὅσᾳ ἂν δ., = ὅσῃ ἂν δοκῇ, IG5(2).6.10, 18 (Tegea); ὁπόθ' ἂν δεάσητοι ἀμφοτέροις ib.343.24 (Orchom. Arc.); cf. δέαται· δοκεῖ, δεάμην· ἐδοκίμαζον, ἐδόξαζον, δέασθεν (prob.): ἐδόκουν, Hsch. (Root δεψᾰ, cf. δῆλος, δοάσσατο, Skt. d[imacracute]deti 'appear'.)
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
δέατο: μόνον ἐν Ὀδ. Ζ. 242, ἀεικέλιος δέατ᾿ εἶναι, ἔνθα ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ἐδόκει, ἐφαίνετο, ἐνόμισα ὅτι ἦτο ἐλεεινὸς ἄνθρωπος· καὶ ὁ Ἡσυχ. δὲ ἔχει «δέαται, δοκεῖ»· καὶ ἐν τῇ Τεγεατικῇ Ἐπιγραφ. (Jahn’s Jahrb., 1861) ἀπαντῶσιν οἱ τύποι εἰ κἂν δέατοι = ἢν δοκῇ, ὅσᾳ ἂν δ. = ὅση ἂν δοκῇ. (Ἡ ῥίζα κατὰ τὸν Κούρτ. εἶναι ΔΙF (ὡς ἐν τῷ δέελος, δῆλος) = φαίνομαι· ἀλλὰ ἀμφισβητεῖται τοῦτο, ἴδε Gr. Etym. σ. 520.)
English (Autenrieth)
defective ipf., appeared, seemed , Od. 6.242†. Cf. δοάσσατο.
Greek Monolingual
δέατο (Α)
φρ. «ἀεικέλιος δέατ' εἶναι» — τιποτένιος φαινόταν ότι είναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεμονωμένο τ. παρατατικού με τη σημασία «έμοιαζε, φαινόταν». Οι γλώσσες του Ησυχίου «δεάμην εδοκίμαζον, εδόξαζον» και «δέαται
φαίνεται, δοκεί» επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του τ. δέατο. Η λ. δέατο ανάγεται σε IE de∂2- (πρβλ. δήλος), μηδενισμένη βαθμίδα της IE dey-∂2- «φέγγω, λάμπω φαίνομαι» (πρβλ. αρχ. ινδ. dīdeti «φαίνεται» didīhī). Επίσης ο τ. δέατο συνδέεται ετυμολογικά με τα Ζευς, δίος].
Greek Monotonic
δέᾰτο: λέξη αμφίβ. προέλ., ερμην. από το ἐδόκει· ἀεικέλιος δέατ' εἶναι, φαινόταν, μου φάνηκε ότι ήταν αξιολύπητος άνθρωπος, σε Ομήρ. Οδ.· πρβλ. δοάσσατο.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: seemed (Il.)
Other forms: isolated imperfect 3. sg. ζ 242; beside δεάμην ἐδοκίμαζον, ἐδόξαζον and δέαται φαίνεται, δοκεῖ H.; Arcadian subj. δέατοι and (aor.) δεά[σε]τοι. Here perhaps also the aorist δοάσσατο, subj. δοάσσεται (Hom.) for *δεάσσατο, -εται after ἔδοξε (Wackernagel Unt. 61f.), but cf. τροχάζω from τρέχω; cf. Ruijgh Él. Ach. 130.
Origin: IE [Indo-European] [183] *dei(h₂)- seem, shine
Etymology: Disyllabic root *deih₂- in δέα-το (Schwyzer 680f.), also in the adjective δῆλος (s. v.) < *δέα-λος. Monosyllabic form in Sanskrit, dī́-de-ti seems, ipv. di-dī-hí, IE *dei-. - Cf. δῖος and Ζεύς, δέελος, δῆλος.