δίος

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452

Greek Monolingual

δῑος, -ῑα, -ῑον (Α)
Ι. 1. αυτός που κατάγεται από τον Δία ή ανήκει στον Δία
2. (για θεούς) θείος, λαμπρός («δῑα θεάων, δῑος δαίμων»)
3. (για ανθρ.) ευγενής, ένδοξοςΠηνελόπη δῑα γυναικῶν»)
4. (για ανθρ. με ψυχική ανωτερότητα) ευγενής στην ψυχή, εξαίρετος («Εὔμαιος δῑος ὑφορβός»)
5. (για ζώα, ιδίως άλογα) ευγενής, εξαίρετος
6. (για πράγματα, ιδίως φυσικά φαινόμενα) θεϊκός, θαυμαστός, τρομερός («αἰθέρος ἐκ δίης», «εἰς ἅλα δῑαν», «δῑα χθών», «δῖον πῡρ», «δῖα Χάρυβδις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δίος < dy-1w-o < ΙΕ ρίζα dei- από την οποία προήλθε το όνομα του Διός, θεού του ουρανού και του φωτός. Συνδέεται με αρχ. ινδ. dĩva- «ουράνιος» και λατ. dius. Πιθ. επίσης με αρχ. ινδ. div (i)ya-, οπότε δίος < dĭF-yos (πρβλ. μυκην. diujo, diwija κ.λπ.). Η λ. δίος απαντά συχνά στον Όμηρο και αργότερα στους τραγικούς ως επίθετο του ουρανού, του αιθέρα και της γης. Χρησιμοποιείται επίσης ως προσωνυμία προσώπων (για τον Αχιλλέα, τους Αχαιούς κ.λπ.) και η ακριβής του σημ. «ο του Διός, αυτός που ανήκει στον Δία, το παιδί του Δία» εμφανίζεται στο Ι, 538 της Ιλιάδος καθώς και στην τραγική ποίηση].