εἰλεός: Difference between revisions
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
(2) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εἰλεός:''' и [[ἰλεός]], тж. [[εἰλυός]] ὁ нора Theocr. | |elrutext='''εἰλεός:''' и [[ἰλεός]], тж. [[εἰλυός]] ὁ нора Theocr. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: 1. as medic. expression <b class="b2">intestinal obstruction, Bauchgrimmen</b> (Hp.; Lat. [[īleus]]); rarely 2. name of a vine (Hippys Rheg. [Va?]); 3. <b class="b2">den, hole of animals, esp. of snakes</b> (Theoc. 15, 9, Ark., Poll.).<br />Other forms: <b class="b3">ἰλεός</b><br />Derivatives: from 1.: <b class="b3">εἰλεώδης</b> <b class="b2">relating to intestinal obstruction</b> (Hp.).<br />Origin: IE [Indo-European]X [probably] [1141] <b class="b2">*u̯elu̯-</b> [[turn]], [[wind]], [[cover]], [[protect]]<br />Etymology: Formation like <b class="b3">φωλεός</b>, <b class="b3">κολεός</b> etc. (Chantr. Form. 51). Original meaning [[winding]] (cf. H.: <b class="b3">εἰλεός ἡ τοῦ θηρίου κατάδυσις καὶ στρόφος</b>), from <b class="b3">εἰλέω</b> [[roll]], [[wind]] with diphthong (not <b class="b3">*ἐ-Ϝελ-ε(Ϝ)ος</b>), explains the meanings 1. and 2. Also the [[den]] can be combined with [[winding]]; but <b class="b3">εἰλυός</b> (A. R.) like synonymous <b class="b3">εἰλυθμός</b> is based on <b class="b3">εἰλύω</b> <b class="b2">wind around, cover</b>. - Cf. Solmsen Unt. 242ff.; <b class="b3">-εός</b> not phonet. from <b class="b3">-υός</b>. - Is <b class="b3">-εος</b> Pre-Greek? (cf. <b class="b3">φωλεός</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:30, 3 January 2019
English (LSJ)
or ἰλεός, ὁ, (εἰλέω)
A intestinal obstruction, Hp.Aph.3.22, Aret. SA2.6, v. l. (-ειοῖο) in Nic.Al.597, etc.; distd. fr. χορδαψός, Diocl.Fr. 73; of other diseases, as nephritis, Hp.Int.44; εἰ. ἰκτερώδης jaundice, ib.45; εἰ. αἱματίτης scurvy, ib.46, cf. Lyc. ap. Orib.8.28.1, etc.; staggers, Arist.HA604a30. II lurking-place, den, hole, εἰλεόν, οὐκ οἴκησιν Theoc.15.9. III = ἐλεός, butcher's block, Eust.749.7. IV a kind of vine, Hippys 7.
Greek (Liddell-Scott)
εἰλεός: ἢ ἰλεός, ὁ, (εἰλέω) νόσος δεινὴ τῶν ἐντέρων, προερχομένη ἐκ περιπλοκῆς αὐτῶν, Λατ. ileus volvulus, Ἱππ. Ἀφ. 1248, κτλ. πρβλ. στρόφος. ΙΙ. φωλεὸς θηρίου, «τρῦπα», εἰλεόν, οὐκ οἴκησιν Θεόκρ. 15. 9· ἴδε εἰλυός. ΙΙΙ. = ἐλεός, μαγειρικὴ τράπεζα, Εὐστ. 749. 7. IV. εἶδος οἴνου, Ἀθήν. 31Β.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
trou de serpents (retraite où s’enroule l’animal).
Étymologie: εἴλω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 medic. íleo n. aplicado a diferentes tipos de cólicos agudos, en plu., Hp.Aph.3.22, Int.44, Lycus en Orib.8.28.1
•en los caballos, Arist.HA 604a30, εἰ. ἰκτεριώδης íleo ictérico Hp.Int.45, εἰ. αἱματίτης íleo sanguíneo Hp.Int.46
•inflamación intestinal Aret.SA 2.6.1, Diocl.Fr.73, Gal.7.69, 10.82.
2 bot., un tipo de vid Hippys 4.
3 v. 1 ἐλεός.
Greek Monolingual
και ιλεός, ο (AM εἰλεός και ἰλεός)
1. το κατώτατο τμήμα του λεπτού εντέρου
2. διακοπή της κυκλοφορίας του εντερικού περιεχομένου που προκαλείται από αποφρακτική συστροφή του εντέρου
αρχ.
1. φωλιά, τρύπα άγριου ζώου
2. ελεός, τραπέζι του μάγειρα
3. είδος κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ειλεός «στροφή», η ύπαρξη του οποίου επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα του Ησυχίου «ειλεός
η του θηρίου κατάδυσις και στρόφος», όσο και ο παράλληλος τ. ιλεός, του οποίου το αρχικό ι οφείλεται είτε σε επίδραση του ίλλω (πρβλ. είλιγγος-, ίλιγγος) είτε σε ιωτακισμό, συνδέονται με το ειλώ (2). Με τη σημασία «φωλιά ζώου» η λ. συνδέεται με το ειλύω (πρβλ. ειλυθμός, ειλυός, πιθ. μεταπλασμένος τ. του ειλεός). Στο ειλεός απαντά επίθημα -εός (πρβλ. κολεός, φωλεός)].
Greek Monotonic
εἰλεός: ὁ (εἰλέω), κρύπτη, φωλιά άγριου ζώου, τρύπα, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
εἰλεός: и ἰλεός, тж. εἰλυός ὁ нора Theocr.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: 1. as medic. expression intestinal obstruction, Bauchgrimmen (Hp.; Lat. īleus); rarely 2. name of a vine (Hippys Rheg. [Va?]); 3. den, hole of animals, esp. of snakes (Theoc. 15, 9, Ark., Poll.).
Other forms: ἰλεός
Derivatives: from 1.: εἰλεώδης relating to intestinal obstruction (Hp.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [1141] *u̯elu̯- turn, wind, cover, protect
Etymology: Formation like φωλεός, κολεός etc. (Chantr. Form. 51). Original meaning winding (cf. H.: εἰλεός ἡ τοῦ θηρίου κατάδυσις καὶ στρόφος), from εἰλέω roll, wind with diphthong (not *ἐ-Ϝελ-ε(Ϝ)ος), explains the meanings 1. and 2. Also the den can be combined with winding; but εἰλυός (A. R.) like synonymous εἰλυθμός is based on εἰλύω wind around, cover. - Cf. Solmsen Unt. 242ff.; -εός not phonet. from -υός. - Is -εος Pre-Greek? (cf. φωλεός).