κύμινδις: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(nl) |
(2) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κύμινδις -ιδος, ὁ, acc. -ιν, kymindis (soort roofvogel). | |elnltext=κύμινδις -ιδος, ὁ, acc. -ιν, kymindis (soort roofvogel). | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=<b class="b3">-ιος</b>, <b class="b3">-ιδος<br />Grammatical information: f. m.<br />Meaning: name of <b class="b2">an unknown bird</b> (Ξ 291, Ar. Av. 1181, Arist.).<br />Other forms: V.l. <b class="b3">κύβινδις</b>; this form was loaned by Latin (Plin. N.H. 10, 24), André, Oiseaux s.v. [[cybindis]], also [[cibinnus]] (Pol. Silv.); also <b class="b3">κυβήναις</b> [read <b class="b3">κύβινδις</b>?] <b class="b3">γλαῦξ[αις</b>] H. (thus Fur. 216 n. 57); v.l. <b class="b3">κόμινδις</b> Proklos.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: In antiquity identified with (sch. Av. 291) <b class="b3">κικυμωΐς</b> (Call.; <b class="b3">κίκυμος</b>, <b class="b3">-υβος</b> H.) and therefore understood as [[owl]]. - Clearly a [[foreign]] word, because of the <b class="b3">νδ-</b>suffix perh. of Anatolian origin. See Heubeck Würzb. Jb. 1949--50, H. 2, 206ff; Kretschmer, Anz. Ak. Wien 1947, 14f. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:56, 3 January 2019
English (LSJ)
[ῠ], ὁ (or ἡ, v. Sch.Il.14.291), gen. -ιδος Pl.Cra.392a:— name of a bird, ἥν τ' ἐν ὄρεσσι χαλκίδα κικλήσκουσι θεοί, ἄνδρες δὲ κύμινδιν Il.l.c., cf. Ar.Av.1181, Arist.HA615b6.
German (Pape)
[Seite 1530] ὁ, gen. -ιος od. κυμίνδιδος, Plat. Crat. 392 a, ein Vogel, den nach Hom. die Götter χαλκίς, die Menschen κύμινδις nennen, nach den Schol. eine Art dunkelfarbiger, in den Bergen sich aufhaltender Habicht, Nachthabicht; Ar. Av. 1181; bei Arist. H. A. 9, 12. 32 fem. S. χαλκίς.
Greek (Liddell-Scott)
κύμινδις: ῠ, ὁ, (ἢ ἡ, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 291), γεν. -διδος Πλάτ. Κρατ. 392Α· ― ὄνομα πτηνοῦ, ἥν τ’ ἐν ὄρεσσιν χαλκίδα κικλήσκουσι θεοί, ἄνδρες δὲ κύμινδιν Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· μνημονεύεται δὲ ὡς πτηνὸν ἁρπακτικόν, (ὄνυχας ἠγκυλωμένος) ὑπὸ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1180, 1· ὁ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 5 περιγράφει τὸ πτηνὸν τοῦτο (ὡς καὶ ὁ Ὅμ.) ὡς συχνάζον τὰ ὄρη, «ἔστι δὲ μέλαν καὶ μέγεθος ὅσον ἱέραξ ὁ φασσοφόνος καλούμενος καὶ τὴν ἰδέαν μακρὸς καὶ λεπτός». Δὲν εἶναι εἰσέτι γνωστὸν τί πτηνὸν εἶναι.
French (Bailly abrégé)
ιος ou -ιδος (ὁ) :
sorte de chouette, oiseau.
Étymologie: DELG emprunt asianique (-νδ-).
English (Autenrieth)
night-hawk, called in the older language χαλκίς, Il. 14.291.
Greek Monolingual
-ιδος και -εως, ο και η (Α κύμινδις, -ιδος)
γένος αρπακτικών πτηνών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια ιερακίδες
νεοελλ.
σαρκοφάγα σκαθάρια που ζουν σε άγονες περιοχές κάτω από πέτρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ασιατικής προελεύσεως].
Greek Monotonic
κύμινδις: [ῠ], -δος, ὁ, πουλί, πιθ. ο «νυχτόβιος αιγιθήλης ο ευρωπαϊκός», εντομοφάγο πουλί με άγρια φωνή, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κύμινδις: ιος и Plat. ιδος (ῠ) ὁ предполож. ночной ястреб Hom., Arph., Plat., Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κύμινδις -ιδος, ὁ, acc. -ιν, kymindis (soort roofvogel).
Frisk Etymological English
-ιος, -ιδος
Grammatical information: f. m.
Meaning: name of an unknown bird (Ξ 291, Ar. Av. 1181, Arist.).
Other forms: V.l. κύβινδις; this form was loaned by Latin (Plin. N.H. 10, 24), André, Oiseaux s.v. cybindis, also cibinnus (Pol. Silv.); also κυβήναις [read κύβινδις?] γλαῦξ[αις] H. (thus Fur. 216 n. 57); v.l. κόμινδις Proklos.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: In antiquity identified with (sch. Av. 291) κικυμωΐς (Call.; κίκυμος, -υβος H.) and therefore understood as owl. - Clearly a foreign word, because of the νδ-suffix perh. of Anatolian origin. See Heubeck Würzb. Jb. 1949--50, H. 2, 206ff; Kretschmer, Anz. Ak. Wien 1947, 14f.