νηλίπους: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
(3b) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νηλίπους:''' ποδος (ῐ) [νη- I + [[ἦλιψ]] дор. «обувь» + [[πούς]], ср. [[ἀνήλιπος]] adj. необутый, босоногий Soph. | |elrutext='''νηλίπους:''' ποδος (ῐ) [νη- I + [[ἦλιψ]] дор. «обувь» + [[πούς]], ср. [[ἀνήλιπος]] adj. необутый, босоногий Soph. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: <b class="b2">without foot-cloth, barfooted</b>; cf. H.: <b class="b3">νηλίπεζοι η νήλιποι ἀνυπόδετοι</b> H.<br />Other forms: <b class="b3">-ποδος</b> (S.OK 349), <b class="b3">νήλιπος</b>, <b class="b3">-ον</b> (A. R. 3, 646, Lyc. 635, Theoc. 4, 56, where v. l. <b class="b3">ἀνήλιπος</b> [<b class="b3">-άλ-</b>])<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: After sch. Theoc. 4, 56 from a further unknown and unexplained <b class="b3">ἦλιψ</b>, name of a Dorian shoe and privative <b class="b3">ν(η</b>)-. The oldest form <b class="b3">νηλίπους</b> can with syllable-dissimilation stand for <b class="b3">*νηλιπο-πους</b> (cf. Schwyzer 263) or be a reformation after <b class="b3">ποῦς</b>. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:00, 3 January 2019
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, ἡ, gen. ποδος,
A unshod, barefooted, ἄσιτος ν. τ' ἀλωμένη S.OC349 codd., cf. Max. Tyr. 30.6: νήλῐπος, ον, A.R.3.646, Lyc.635, prob. l. for νήλυπος in Lyd. Mag.1.42; cf. ἀνήλιπος. (Deriv. by Sch.Theoc.4.56 from νη-, ἦλιψ without shoe.)
Greek (Liddell-Scott)
νηλίπους: ὁ, ἡ, ἀνυπόδυτος, γυμνόπους, ἄσιτος ν. τ’ ἀλωμένη Σοφ. Ο. Κ. 349· ν. βίος Λυκόφρ. 635· ὡσαύτως νήλιπος, ον, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 646, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχῶν Πολιτικ. 1. 42· πρβλ. ἀνήλιπος. (Κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ νη-, ἦλιψ, ἄνευ ὑποδήματος· ἀλλ’ ὑπάρχει ἀμφιβολία μήπως τὸ -ποὺς ἢ -πος εἶναι ἁπλῶς καταλήξεις, πρβλ. Οἰδίπους, Οἴδιπος).
French (Bailly abrégé)
ίποδος (ὁ, ἡ)
1 qui va nu-pieds;
2 p. ext. pauvre, misérable.
Étymologie: DELG selon une schol. à Théocr. de νη- et ἦλιψ, nom d’une chaussure dorienne, inconnue par ailleurs.
Greek Monolingual
νηλίπους, ὁ και ἡ (Α)
ξυπόλυτος, ανυπόδητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νηλίπους προέρχεται πιθ. από αμάρτυρο νηλιπόπους (< νήλιπος + πούς) με απλολογία (πρβλ. αμφορεύς < αμφιφορεύς) ή έχει σχηματιστεί < νήλιπος με επίδραση της λ. πούς.
Greek Monotonic
νηλίπους: [ῐ], ὁ, ἡ, αυτός που δεν φοράει παπούτσια, ξυπόλυτος, σε Σοφ. (προέλευση από το νη-, ἦλιψ, χωρίς παπούτσια).
Russian (Dvoretsky)
νηλίπους: ποδος (ῐ) [νη- I + ἦλιψ дор. «обувь» + πούς, ср. ἀνήλιπος adj. необутый, босоногий Soph.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: without foot-cloth, barfooted; cf. H.: νηλίπεζοι η νήλιποι ἀνυπόδετοι H.
Other forms: -ποδος (S.OK 349), νήλιπος, -ον (A. R. 3, 646, Lyc. 635, Theoc. 4, 56, where v. l. ἀνήλιπος [-άλ-])
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: After sch. Theoc. 4, 56 from a further unknown and unexplained ἦλιψ, name of a Dorian shoe and privative ν(η)-. The oldest form νηλίπους can with syllable-dissimilation stand for *νηλιπο-πους (cf. Schwyzer 263) or be a reformation after ποῦς.