θελκτήριον: Difference between revisions
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
(2b) |
m (Text replacement - "''' τό<b class="num">1)" to "''' τό<br /><b class="num">1)") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θελκτήριον:''' τό<b class="num">1)</b> чары, очарование, услада (βροτῶν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> средство успокоить, умилостивительный дар ([[θεῶν]] Hom.; νεκροῖς Eur.);<br /><b class="num">3)</b> средство облегчить, облегчение (πόνων Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> умение успокоить, способность утешить, обаяние (τῆς γλώσσης Aesch.);<br /><b class="num">5)</b> успокоение, утоление (ψυχῆς Men.). | |elrutext='''θελκτήριον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> чары, очарование, услада (βροτῶν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> средство успокоить, умилостивительный дар ([[θεῶν]] Hom.; νεκροῖς Eur.);<br /><b class="num">3)</b> средство облегчить, облегчение (πόνων Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> умение успокоить, способность утешить, обаяние (τῆς γλώσσης Aesch.);<br /><b class="num">5)</b> успокоение, утоление (ψυχῆς Men.). | ||
}} | }} |
Revision as of 20:38, 4 January 2019
English (LSJ)
τό,
A charm, spell, of the girdle of Aphrodite, ἔνθα τέ οἱ θ. πάντα τέτυκτο Il.14.215; of heroic lays, βροτῶν θελκτήρια Od.1.337; θεῶν θ. 8.509; πόνων θελκτήρια means of lightening toil, A.Ch.670 (s. v.l.); γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θ. Id.Eu.886; νεκροῖς θελκτήρια, of offerings to the Manes, E.IT166 (lyr.); ψυχῆς θ. Men. 559.
German (Pape)
[Seite 1193] τό, Zaubermittel, Alles, was einen zauberhaften, wunderbaren Reiz hat, zauberhafte Gewalt auf die Gemüther ausübt; vom Zaubergürtel der Aphrodite, ἔνθα δέ οἱ θελκτήρια πάντα τέτυκτο, Il. 14, 215; π ολλὰ γὰρ ἄλλα βροτῶν θελκτήρια οἶδας, von Gesängen, Od. 1, 337; καὶ ἐάαν μέγ' ἄγαλμα θεῶν θελκτήριον εἶναι, was die Götter erfreu't, gewinnt, 8, 509; γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον Aesch. Eum. 846; πόνων θελκτήρια, Linderungsmittel, Ch. 659; Nic. Ti. 865; von den Todtenopfern, ἃ νεκροῖς θελκτήρια κεῖται, Eur. I. T. 166. Eigtl. neutr. von
Greek (Liddell-Scott)
θελκτήριον: τό, = θέλγητρόν, θέλκτρον, ἐπὶ τοῦ κεστοῦ τῆς Ἀφροδίτης, ἔνθα τέ οἱ θελκτήρια πάντα τέτυκτο Ἰλ. Ξ. 215˙ ἐπὶ ἡρωϊκῶν ᾀσμάτων, βροτῶν θελκτήρια Ὀδ. Α. 337˙ θεῶν θελκτήριον, μέσον τέρπον, καταπραΰνον τοὺς θεούς, Θ. 509˙ πόνων θελκτήρια, μέσα πρὸς ἐλάφρυνσιν κόπων, Αἰσχύλ. Χο. 670˙ γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θ. ὁ αὐτ. Εὐμ. 886˙ νεκροῖς θελκτήρια, ἐπὶ ἐναγισμάτων προσφερομένων εἰς τὰς ψυχὰς τῶν τεθνεώτων, Εὐρ. Ι. Τ. 166˙ ψυχῆς θ. Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 23.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 charme magique, enchantement;
2 moyen d’apaiser : βροτῶν θελκτήρια OD chants qui charment l’esprit des mortels ; θεῶν θελκτήριον OD offrande propre à apaiser les dieux ; νεκροῖς θελκτήριον EUR offrandes pour apaiser les mânes ; πόνων θελκτήρια ESCHL adoucissement aux fatigues.
Étymologie: θέλγω.
English (Autenrieth)
(θέλγω): any means of charming or winning, spell, charm; attributed to the girdle of Aphrodīte, ἔνθα τέ οἱ θελκτήρια πάντα τέτυκτο, Il. 14.215; of songs, θελκτήρια βροτῶν (obj. gen.), Od. 1.337; and of the Trojan Horse, a winsome offering to the gods, Od. 8.509.
Greek Monotonic
θελκτήριον: ον (θέλγω), αυτός που γοητεύει, που μαγεύει, που σαγηνεύει, σε Αισχύλ., Ευρ.
• θελκτήριον: τό (θέλγω), ξόρκι, θέλγητρο, φυλαχτό, λέγεται για τη ζώνη της Αφροδίτης, σε Ομήρ. Ιλ.· θεῶν θελκτήριον, μέσο κατευνασμού των θεών, σε Ομήρ. Οδ.· νεκροῖς θελκτήρια, προσφορές στα πνεύματα των Νεκρών, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
θελκτήριον: τό
1) чары, очарование, услада (βροτῶν Hom.);
2) средство успокоить, умилостивительный дар (θεῶν Hom.; νεκροῖς Eur.);
3) средство облегчить, облегчение (πόνων Aesch.);
4) умение успокоить, способность утешить, обаяние (τῆς γλώσσης Aesch.);
5) успокоение, утоление (ψυχῆς Men.).