ἐγκέφαλος: Difference between revisions
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
(2) |
m (Text replacement - "''' ὁ<b class="num">1)" to "''' ὁ<br /><b class="num">1)") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐγκέφᾰλος:''' ὁ<b class="num">1)</b> головной мозг Hom., Eur., Arph., Plat., Arst. etc.;<br /><b class="num">2)</b> сердцевина, мякоть (τὸν ἐγκέφαλον τοῦ φοίνικος [[φαγεῖν]] Xen.). | |elrutext='''ἐγκέφᾰλος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> головной мозг Hom., Eur., Arph., Plat., Arst. etc.;<br /><b class="num">2)</b> сердцевина, мякоть (τὸν ἐγκέφαλον τοῦ φοίνικος [[φαγεῖν]] Xen.). | ||
}} | }} |
Revision as of 20:57, 4 January 2019
English (LSJ)
ον, (κεφαλή) within the head: as Subst., ἐγκέφαλος (sc. μυελός), ὁ, I brain, Il.3.300, Od.9.458, etc.; τὸν ἐ. σεσεῖσθαι Ar. Nu.1276; ὁ ἐ. ἐστιν ὁ τὰς αἰσθήσεις παρέχων τοῦ ἀκούειν κτλ. Pl.Phd. 96b, cf. Arist.Sens.438b25 (but cf. Metaph.1013a6). II the heart or 'cabbage' of the date-palm, X.An.2.3.16, Thphr.HP2.6.2. III Διὸς ἐ., prov. of rare and costly food, 'morsel for a king', Ephipp. 13.7, Clearch. 5.
German (Pape)
[Seite 707] 1) was im Kopfe ist; dah. ὁ ἐγκ. (sc. μυελός), das Gehirn, von Menschen u. Thieren, Il. 3, 300 Od. 9, 458 u. Folgde; nach Plat. Phaed. 96 b ὁ δὲ ἐγκ. ἐστιν ὁ τὰς αἰσθήσεις παρέχων τοῦ ἀκούειν καὶ ὁρᾷν καὶ ὀσφραίνεσθαι, vgl. Hipp. mai. 292 d u. Ath. II, 66 a; τὸν ἐγκέφαλον σεσεῖσθαί μοι δοκεῖ Ar. Nubb. 1276; ἐγκέφαλον μὴ ἐν ταῖς πτέρναις καταπεπατημένον, ἀλλ' ἐν τοῖς κροτάφοις φορεῖτε Dem. 7, 45; vgl. Plut. det. orac. 27 extr. u. Suid. v. κραιπαλώδης. – 2) von der Palme, das eßbare Mark, Palmkohl, Xen. An. 2, 3, 16 u. Sp. – 3) Διὸς ἐγκ., eine Speise bei den Persern, Ath. XIII, 529 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκέφᾰλος: -ον, (κεφαλὴ) ὁ ἐντὸς τῆς κεφαλῆς, ὡς οὐσιαστ., ἐγκέφαλος (ἐξυπακουομένου μυελός), ὁ. Ι. ὁ ἐγκέφαλος, «μυαλά», Ἰλ. Γ. 300, Ὀδ. Ι. 458, κτλ.· τὸν ἐγκέφαλον σεσεῖσθαι Ἀριστοφ. Νεφ. 1276· ὁ ἐγκ. ἐστιν ὁ τὰς αἰσθήσεις παρέχων τοῦ ἀκούειν κτλ. Πλάτ. Φαίδων 96Β, πρβλ. Ἀριστ. π. Αἰσθ. 2. 20, κ. ἀλλ., πρβλ. ἔγκαρος. ΙΙ. ἡ ἐδώδιμος ἐντεριώνη, «καρδιὰ» ἢ ἡ «ψίχα» νεαρῶν φοινίκων, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 16. ΙΙΙ. Διὸς ἐγκέφαλος, παροιμ. ἐπὶ σπανίας καὶ πολυδαπάνου τροφῆς, Ἔφιππ. ἐν «Κύδωνι» 2, πρβλ. Ἀθήν. 529D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est dans la tête;
ὁ ἐγκέφαλος (μυελός) :
1 cervelle, cerveau;
2 cœur ou chou de palmier.
Étymologie: ἐν, κεφαλή.
English (Autenrieth)
English (Slater)
ἐγκέφαλος
1 brain ]δ' ἐγκεφαλ[ fr. 111. 7.
Spanish (DGE)
(ἐγκέφᾰλος) -ου, ὁ
• Grafía: pap. graf. ἐνκ-
• Morfología: [gen. -οιο Il.16.347, Theoc.25.261, Nic.Th.557, Nonn.D.10.26]
I en seres anim., anat.
1 gener. encéfalo, masa encefálica, sesos ὧδέ σφ' ἐ. χαμάδις ῥέοι Il.3.300, cf. 17.297, Od.9.290, 458, E.Cyc.402, Fr.384, βέλος δ' εἰς ἐ. δῦ Il.8.85, cf. 16.347, ἐ. δὲ ἔνδον (ὀστέου) ἅπας πεπάλακτο Il.11.97, ἐ. δὲ ἐκ ῥινῶν ἔσταξε Batr.(a) 228, ὁ δὲ ἐ. διὰ τῶν ῥινῶν κατολισθαίνει θλιβόμενος Ael.NA 4.36, σκολιῷ σιδήρῳ διὰ τῶν μυξωτήρων ἐξάγουσι τὸν ἐγκέφαλον en el embalsamamiento, Hdt.2.86
•cabeza, cráneo θερμὰ κατ' ἐνκεφάλου τραύματα δεξάμενον ISE 107.3 (Demetríade III a.C.), πληγεὶς ἐνκεφάλοιο κακὸν μόρον ἐξετέλε<σ>σας IG 12(7).308.6 (Amorgos).
2 específicamente cerebro
a) como órgano de la cabeza contenido dentro del cráneo y dividido en dos partes, Hp.VC 2, Erasistr.289, Gal.5.183, 17(1).926, como principio de la médula espinal ὁ ἐ. δοκεῖ μυελὸς εἶναι καὶ ἀρχὴ τοῦ μυελοῦ Arist.PA 652a24, como una de las partes simples y homogéneas del cuerpo, Anon.Lond.21.34;
b) como ἀρχή o ‘principio rector’ del hombre, Philol.B 13, Arist.Metaph.1013a6, y de su impulso vital, Plot.4.3.23, op. al corazón en la doctrina del encefalocentrismo, Hp.Morb.Sacr.17;
c) como sede posible del origen de la enfermedad, Alcmaeo B 4, causa de la enfermedad afectado por los vientos, Hp.Morb.Sacr.13, causa de la pérdida de la consciencia, las convulsiones, los ataques y la enfermedad mental ταῦτα πάσχομεν ἀπὸ τοῦ ἐγκεφάλου πάντα Hp.Morb.Sacr.14, κατά τ' ἐγκέφαλον πηδᾷ σφάκελος E.Hipp.1352, σκότος ὄσσε οἱ ἄμφω ἦλθε, βίῃ σεισθέντος ἐν ὀστέῳ ἐγκεφάλοιο Theoc.l.c., ἀπλανέες γὰρ ἄφρονος ἐγκεφάλοιο μετατρωπῶντο μενοιναί Nonn.l.c.;
d) como sede de la razón ὅσον δ' ἂν ἀτρεμίσῃ ὁ ἐ. χρόνον, τοσοῦτον καὶ φρονεῖ ἅνθρωπος Hp.Morb.Sacr.14, τὸν ἐγκέφαλον ὥσπερ σεσεῖσθαί μοι δοκεῖς Ar.Nu.1276, como sede de los sentidos y, en último término, del conocimiento, Pl.Phd.96b (= Alcmaeo A 11), Hp.Morb.Sacr.16, Arist.Sens.438b25-28, Thphr.39 (= Diog.Apoll.A 19), Chrysipp.Stoic.2.231, Plot.4.3.23, como órgano rector de la conducta εἴπερ ὑμεῖς τὸν ἐγκέφαλον ἐν τοῖς κροτάφοις καὶ μὴ ἐν ταῖς πτέρναις καταπεπατημένον φορεῖτε D.7.45, φιλήδονος καὶ ἐν τοῖς αἰδοίοις ἔχων τὸν ἐγκέφαλον de los lujuriosos, Ael.Fr.282;
e) en rel. c. el nacimiento de Atenea ἀπόλλυμαι γὰρ ὑπὸ ὠδίνων, αἵ μοι τὸν ἐγκέφαλον ἀναστρέφουσιν Luc.DDeor.13;
f) astrol., como parte del cuerpo humano gobernada por el sol, Vett.Val.385.17;
g) como explicación al cabello rizado de los etíopes ξηροὶ γὰρ οἱ ἐγκέφαλοι Arist.GA 783a1;
h) como nombre tabú, no pronunciado por algunos autores antiguos, Apollod.Hist.246;
i) en fórmulas de encantamiento ἔδησα γὰρ αὐτῆς τὸν ἐγκέφαλον ... πρὸς φιλίαν ἐμοῦ Suppl.Mag.45.8, en defixiones κάτεχε ... ἀκοήν καὶ ἐγκέφαλον Sitz.Berl.1934.1036, cf. TDA 41.16;
j) tb. cerebro de los anim. τὸ ὀστοῦν τὸ κατειληφὸς τὸν ἐγκέφαλον λεπτότατον εἶναι en los ciervos, Ael.NA 12.18 (= Democr.A 153), ζῴων ἐγκέφαλοι Basil.Hex.6.10
•gastron. ἐγκέφαλος sesos de anim. sin especificar, como plato exquisito, Ar.Fr.128, Pl.Com.37, Euphro 9.5, Antiph.248, Philocles 1 (= Philocl.5), Com.Adesp.1073.4, PHarris 108.9 (III d.C.), en parod. cóm., Ar.Ra.134, tb. en plu. de anim. concr. ἐγκέφαλοι ὀρνίθων τε καὶ χοίρων Ath.406a, cf. 65f
•como alimento en dietas médicas ἐγκέφαλοι ἀλεκτορίδων Dsc.Eup.2.122.4, cf. Nic.l.c., Cyran.1.10.45, συῶν ἐγκέφαλοι Aret.CA 1.10.9, βοῶν ἐγκέφαλοι Orib.Eup.1.29.2
•en sg. y sin especificar, Sor.2.10.52
•en fórmulas mágicas νάρκης θαλασσίας ἐνκεφάλῳ [χ] ρῖε τὴν ὀσφῦν Suppl.Mag.76.2, κριοῦ μέλανος PMag.2.45, ἴβεως PMag.2.46, γυπός PMag.4.2895;
k) prov. Διὸς ἐ. de un bocado exquisito, Ephipp.13.6, Paus.Gr.δ 16, Hsch.δ 1927, Διὸς καὶ βασιλέως ἐ. entre los persas mismo sent., Clearch.51a, b, tb. ref. a los que llevan una vida de placer, Zen.3.41;
l) meton. por reflexión ἔχειν ἐγκέφαλον tener cabeza, ser reflexivo ὤφελον κἀγὼ σχεῖν ἐγκέφαλον καὶ μὴ γράψαι ὑμῖν PRoss.Georg.3.12.9 (V d.C.).
II bot. corazón o cogollo de la palma, palmito X.An.2.3.16, Thphr.HP 2.6.2, 11, CP 1.2.1, prob. en BGU 1495.30 (III a.C.), cf. PRoss.Georg.2.41.71 (II d.C.), Philostr.VA 2.26.
Greek Monolingual
ο (Μ ἐγκέφαλος, ο
Α ἐγκέφαλος, -ον)
το αρσ. ως ουσ.
1. το κεντρικό όργανο του νευρικού συστήματος που βρίσκεται μέσα στο κρανίο
2. σύνεση, εξυπνάδα
νεοελλ.
1. ο κύριος οργανωτής, αυτός που κατευθύνει μια επιχείρηση ή μια ενέργεια («ο εγκέφαλος της ληστείας»)
2. το μάτι, ο οφθαλμός τών φυτών στην κορυφή του κλαδιού
αρχ.
1. η ψίχα στους βλαστούς τών φοινίκων
2. φρ. «Διὸς ἐγκέφαλος» — σπάνια, πανάκριβη τροφή.
Greek Monotonic
ἐγκέφᾰλος: ὁ (κεφαλή),·
I. αυτό που βρίσκεται μέσα στο κρανίο, μυαλό, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. ψίχα νεαρών φοινίκων που μπορεί να φαγωθεί, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκέφᾰλος: ὁ
1) головной мозг Hom., Eur., Arph., Plat., Arst. etc.;
2) сердцевина, мякоть (τὸν ἐγκέφαλον τοῦ φοίνικος φαγεῖν Xen.).