γοργωπός: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''γοργωπός:'''<br /><b class="num">1)</b> со страшным взглядом (κόραι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> грозный (ὀμμάτων [[σέλας]] Aesch.; βλεφάρων [[ἕδρα]] Eur.; [[ἀλέκτωρ]] Anth.).
|elrutext='''γοργωπός:'''<br /><b class="num">1)</b> со страшным взглядом (κόραι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> грозный (ὀμμάτων [[σέλας]] Aesch.; βλεφάρων [[ἕδρα]] Eur.; [[ἀλέκτωρ]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ὤψ]<br />[[fierce]]-eyed, Aesch., Eur.; [[γοργῶπις]] of [[Athena]], Soph.
}}
}}

Revision as of 13:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γοργωπός Medium diacritics: γοργωπός Low diacritics: γοργωπός Capitals: ΓΟΡΓΩΠΟΣ
Transliteration A: gorgōpós Transliteration B: gorgōpos Transliteration C: gorgopos Beta Code: gorgwpo/s

English (LSJ)

όν,

   A fierce-eyed, grim-eyed, σέλας A.Pr.358; κόραι E.HF 868; ἴτυς Id.Ion210 (lyr.); γοργωπὰ λεύσσων Id.Hyps.Fr.16(18); ἀλέκτωρ AP7.428 (Mel.); τὸ γ. Corn.ND20.

German (Pape)

[Seite 503] mit furchtbarem, grimmigem Blick, σέλας γ. Aesch. Prom. 336; κόραι Eur. Herc. fur. 868; βλεφάρων ἕδρα Rhes. 8; ἀλέκτωρ Mel. 123 (VII, 428).

Greek (Liddell-Scott)

γοργωπός: -όν, ὁ ἔχων ἄγριον ἢ βλοσυρὸν τὸ ὄμμα, Αἰσχύλ. Πρ. 356, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 868, Ἴωνι 210·― ὡσαύτως, γοργώψ, ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ αὐτ. Ἠλ. 1257, Ὀρ. 261· θηλ. γοργῶπις, ιδος, ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Σοφ. Αἴ. 450, Ἀποσπ. 724.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
au regard terrifiant.
Étymologie: γοργός, ὤψ.

Spanish (DGE)

-όν
1 de mirada terroríficade serpientes σέλας A.Pr.356, cf. E.HF 1266, Fr.18.3 Bond, κόραι pupilas de mirada terrorífica E.HF 868, cf. Rh.8, ἀλέκτωρ AP 7.428 (Mel.), cf. Hsch.
subst. τὸ γ. aspecto o mirada terrorífica de Atenea, Corn.ND 20.
2 ornado con la cara de la Gorgona ἴτυς E.Io 210.

Greek Monolingual

γοργωπός, -όν (Α)
αυτός που έχει άγριο, βλοσυρό βλέμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γοργός + -ωπός (πρβλ. αγριωπός, βλοσυρωπός κ.ά.)].

Greek Monotonic

γοργωπός: -όν (ὤψ), αυτός που έχει άγριο, βλοσυρό βλέμμα, σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης, γοργώψ, -ῶπος, , , σε Ευρ.· θηλ. γοργῶπις, -ιδος, λέγεται για την Αθηνά, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

γοργωπός:
1) со страшным взглядом (κόραι Eur.);
2) грозный (ὀμμάτων σέλας Aesch.; βλεφάρων ἕδρα Eur.; ἀλέκτωρ Anth.).

Middle Liddell

[ὤψ]
fierce-eyed, Aesch., Eur.; γοργῶπις of Athena, Soph.