καταρρακόω: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(nl) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατα-ρρακόω [κατά, ῥακόω] verscheuren. | |elnltext=κατα-ρρακόω [κατά, ῥακόω] verscheuren. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />to [[tear]] [[into]] shreds: perf. [[pass]]. [[part]]. κατερρακωμένος in rags or [[tatters]], Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 9 January 2019
English (LSJ)
A tear into shreds: pf. part. Pass. κατερρακωμένος in rags, S.Tr.1103.
Greek (Liddell-Scott)
καταρρᾰκόω: κατακόπτω, σχίζω, εἰς ῥάκη, κατακουρελιάζω, μετοχ. παθ. Πρκμ. κατερρακωμένος, ὡς ῥάκη τὰς σάρκας ξεσχισμένας καὶ κρεμαμένας ἔχων, ἄναρθρος κ. Σοφ. Τρ. 1103.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
mettre en lambeaux, déchirer.
Étymologie: κατά, ῥακόω.
Greek Monotonic
καταρρᾰκόω: σχίζω σε κουρέλια· μτχ. Παθ. παρακ. κατερρακωμένος, αυτός που είναι ενδεδυμένος με κουρέλια, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
καταρρακόω: разрывать в клочья, растерзывать (ἄναρθρος καὶ κατερρακωμένος Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-ρρακόω [κατά, ῥακόω] verscheuren.
Middle Liddell
to tear into shreds: perf. pass. part. κατερρακωμένος in rags or tatters, Soph.