καταλοάω: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατ-αλοάω verbrijzelen, vertrappen.
|elnltext=κατ-αλοάω verbrijzelen, vertrappen.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[crush]] in pieces, make an end of, Xen., Aeschin.
}}
}}

Revision as of 14:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰλοάω Medium diacritics: καταλοάω Low diacritics: καταλοάω Capitals: ΚΑΤΑΛΟΑΩ
Transliteration A: kataloáō Transliteration B: kataloaō Transliteration C: kataloao Beta Code: kataloa/w

English (LSJ)

   A crush in pieces, make an end of, c. acc., X.Cyr.7.1.31, Aeschin.2.140:—Pass., κατηλόηται Eub.15.5; τὴν ὀφρὺν κατηλοημένος Luc.Icar.15; cf. καταλοιάω.

German (Pape)

[Seite 1361] (s. ἀλοάω), zerdreschen, zermakmen, zerprügeln; Eubul. Ath. XIV, 622 e; τῇ ῥύμῃ τῇ τῶν ἵππων τοὺς πίπτοντας κατηλόων Xen. Cyr. 7, 1, 31; τοὺς ὁμήρους κατηλόησαν Aesch. 2, 140; κατηλοημένος τὴν ὀφρύν Luc. Icarom. 15.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰλοάω: μέλλ. -ήσω, κατασυντρίβω εἰς τεμάχια, ὡς ἐν τῷ ἁλωνίῳ, ἁλωνίζω, «στουμπίζω», συντελῶ, τελειώνω, μετ’ αἰτιατ., τῇ ρύμῃ τῶν ἵππων τοὺς πίπτοντας κατηλόων Ξεν. Κύρ. 7. 1, 31, τοὺς ὁμήρους κατηλόησαν Αἰσχίν. 46. 36.- Παθ., κατηλόηται, κατατέτριπται, Εὔβουλ. ἐν «Αὐγ.»1. 5 τὴν ὀφρῦν κατηλοημένος Λουκ. Ἰκαρ. 15· («οὐχὶ ἁπλῶς κτείνω, ἀλλὰ ξύλοις παίων· ἀφ’ ὧν καὶ πατραλοίας ὁ τὸν πατέρα κτείνων» Φώτ. 149, 9).

French (Bailly abrégé)

-οῶ;
écraser sur l’aire ; fig. abîmer, rouer de coups.
Étymologie: κατά, ἀλοάω.

Greek Monotonic

κατᾰλοάω: μέλ. -ήσω, σπάω σε κομμάτια, τελειώνω, σε Ξεν., Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

κατᾰλοάω:
1) растаптывать, раздавливать (τῇ ῥύμῃ τῇ τῶν ἵππων τοὺς πίπτοντας Xen.);
2) поражать, ранить (σκύφῳ χρυσῷ τὴν ὀφρὺν κατηλοημένος Luc.);
3) умерщвлять, убивать (τοὺς ὁμήρους Aeschin., Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αλοάω verbrijzelen, vertrappen.

Middle Liddell

fut. ήσω
to crush in pieces, make an end of, Xen., Aeschin.