ἀμφίβουλος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
(1)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀμφίβουλος:''' колеблющийся, нерешительный: ἀ. θομοῦσθαι πόλει Aesch. не решив (еще), обрушить ли свой гнев на город (Афины).
|elrutext='''ἀμφίβουλος:''' колеблющийся, нерешительный: ἀ. θομοῦσθαι πόλει Aesch. не решив (еще), обрушить ли свой гнев на город (Афины).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βουλή]]<br />[[half]]-[[minded]] to do a [[thing]], c. inf., Aesch.
}}
}}

Revision as of 14:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίβουλος Medium diacritics: ἀμφίβουλος Low diacritics: αμφίβουλος Capitals: ΑΜΦΙΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: amphíboulos Transliteration B: amphiboulos Transliteration C: amfivoulos Beta Code: a)mfi/boulos

English (LSJ)

ον,

   A double-minded: c. inf., half-minded to do, A.Eu. 733 (cj. Turneb.).

German (Pape)

[Seite 137] unschlüssig, Aesch. Eum. 703, θυμοῦσθαι, ob ich zürnen soll.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίβουλος: -ον, δίγνωμος, μετ’ ἀπαρ., ἀναποφάσιστος νὰ πράξῃ τι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 733.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui balance entre deux avis, incertain.
Étymologie: ἀμφί, βουλή.

Spanish (DGE)

-ον
que vacila, dudoso c. inf. ἀμφίβουλος ... θυμοῦσθαι A.Eu.733.

Greek Monolingual

ἀμφίβουλος, -ον (Α)
αυτός που ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο βουλές, γνώμες, δίγνωμος, διστακτικός, αναποφάσιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + βουλή.

Greek Monotonic

ἀμφίβουλος: -ον (βουλή), διχασμένος ως προς το να πράξει κάτι, με απαρ., σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίβουλος: колеблющийся, нерешительный: ἀ. θομοῦσθαι πόλει Aesch. не решив (еще), обрушить ли свой гнев на город (Афины).

Middle Liddell

βουλή
half-minded to do a thing, c. inf., Aesch.