σησάμινος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
(nl)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σησάμῐνος -η -ον [σήσαμον] van sesam gemaakt.
|elnltext=σησάμῐνος -η -ον [σήσαμον] van sesam gemaakt.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σησά˘μῐνος, η, ον<br />made of [[sesame]], Xen.
}}
}}

Revision as of 15:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σησᾰμῐνος Medium diacritics: σησάμινος Low diacritics: σησάμινος Capitals: ΣΗΣΑΜΙΝΟΣ
Transliteration A: sēsáminos Transliteration B: sēsaminos Transliteration C: sisaminos Beta Code: shsa/minos

English (LSJ)

η, ον,

   A made of sesame, σ. ἔλαιον sesame-oil, PRev.Laws 40.10 (iii B.C.), PPetr.3p.218 (iii B.C.), Str.16.4.26, Dsc.1.34; δοκοί Peripl.M.Rubr.36; σ. χρῖμα X.An.4.4.13 (σ. ξύλα is prob. f.l. for συκάμινα in Dsc.1.98).

German (Pape)

[Seite 876] von Sesam gemacht; ἔλαιον, Sesamöl, Strab. u. Sp.; auch χρῖσμα, Xen. An. 4, 4, 13.

Greek (Liddell-Scott)

σησάμῐνος: [ᾰ], -η, -ον, ὁ ἐκ σησάμου λαμβανόμενος ἢ πεποιημένος, σ. ἔλαιον, τὸ «σησαμόλᾳδο», Διοσκ. 1. 41, Στράβ. 742· σ. χρῖσμα Ξεν. Ἀν. 4. 4, 13.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
préparé avec du sésame.
Étymologie: σήσαμον.

Spanish

hecho de sésamo

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Α
1. αυτός που παράγεται ή προέρχεται από σουσάμιεὔκαρπος ἡ πολλὴ πλὴν ἐλαίου, χρῶνται δὲ σησαμίνῳ», Στράβ.)
2. φρ. «σησάμινον ἔλαιον» ή «σησάμινον χρῑσμα» — σησαμέλαιο, σουσαμόλαδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + κατάλ. -ινος (πρβλ. πύρ-ινος)].

Greek Monotonic

σησάμῐνος: [ᾰ], -η, -ον, παρασκευαμένος από σουσάμι, σουσαμένιος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

σησάμῐνος: (ᾰ) кунжутный, сезамовый (χρῖσμα Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σησάμῐνος -η -ον [σήσαμον] van sesam gemaakt.

Middle Liddell

σησά˘μῐνος, η, ον
made of sesame, Xen.