ἀμαχητί: Difference between revisions
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
(1) |
(1a) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀμᾰχητί:''' Hom., Hes. etc. = [[ἀμαχεί]]. | |elrutext='''ἀμᾰχητί:''' Hom., Hes. etc. = [[ἀμαχεί]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[adverb of [[ἀμάχητος]]<br />without [[battle]], Il., Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 9 January 2019
English (LSJ)
Adv. of sq.,
A without battle, without stroke of sword, Il.21.437, Hdt.1.174 (freq. written -τεί in codd., X.Cyr.4.2.28, etc.).
German (Pape)
[Seite 117] dasselbe, Hom. einmal, Il. 21, 437; Her 1, 174 u. öfter; Xen. An. 4, 2, 15 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμᾰχητί: ἐπίρρ. τοῦ ἑπομ., = ἄνευ μάχης, ἄνευ τῆς χρήσεως ὅπλου, Ἰλ. Φ. 437, Ἡρόδ. 1. 174: ἐν Ξεν. Κύρ. 4. 2, 28, Ἁν. 4. 2, 15‧ τὰ χειρόγραφα κυμαίνονται μεταξὺ τοῦ ἀμαχητὶ καὶ -τεί, πρβλ. Βλωφμ. Αἰσχύλ. Πρ. 216.
French (Bailly abrégé)
adv.
c. ἀμαχεί.
Étymologie: ἀμάχητος.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
(ἀμᾰχητί)
adv. sin lucha, sin resistencia ἀ. ἴομεν Οὔλυμπόνδε Il.21.437, ἀ. σφέας αὐτοὺς παρέδοσαν Hdt.1.174, ἀ. ἀπώλλυντο X.Cyr.4.2.28, ἀναβάντες ἀ. τὸ τεῖχος Plb.10.14.13, λαβόντες ἀ. τὴν πόλιν I.BI 3.427, λαβὼν ἀ. τοὺς ἀνθρώπους I.AI 8.260.
Greek Monolingual
επίρρ. (Α ἀμαχητὶ) ἀμάχητος
δίχως μάχη, δίχως χρήση όπλων και βίας
νεοελλ.
δίχως αντίσταση, δίχως αντίρρηση.
Greek Monotonic
ἀμᾰχητί: επίρρ. του επόμ., χωρίς μάχη, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμᾰχητί: Hom., Hes. etc. = ἀμαχεί.