πολυκύμων: Difference between revisions
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πολυκύμων -ον, gen. -ονος [πολύς, κῦμα] met veel golven. | |elnltext=πολυκύμων -ον, gen. -ονος [πολύς, κῦμα] met veel golven. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πολῠ-κύμων, ονος, [[κῦμα]]<br />[[swelling]] with [[many]] waves, [[Solon]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 9 January 2019
English (LSJ)
[κῡ], ον, gen. ονος, (κῦμἀ = foreg.,
A πόντος Sol.13.19, Emp.38.3. II (κύω) bringing forth much, gloss on ἐρικύμων, Sch.A.Ag.119.
German (Pape)
[Seite 665] viel od. sehr wogend, πόντος, Solon. el. 1, 19; – viel gebährend, sehr fruchtbar, Schol. Aesch. Ag. 121, für ἐρικύμων.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκύμων: -ον, γεν. ονος, (κύω, κῦμα) ὁ ἔχων πολλὰ κύματα, πολυτάραχος, πόντος Σόλων 12. 19, Ἐμπεδ. 235. ΙΙ. ὁ πολλὰ κυοφορῶν, παράγων, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 119.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
aux flots agités, houleux.
Étymologie: πολύς, κῦμα.
Greek Monolingual
(I)
-ύκυμον, Α
πολυκύμαντος, με πολλά κύματα («πόντου πολυκύμονος ἀτρυγέτοιο πυθμένα κινήσας», Σόλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κύμων (< κῦμα «θαλάσσιο κύμα»), βλ. ακύμων (Ι)].
(II)
-ύκυμον, Α
καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κύμων (< κῦμα «κύημα, έμβρυο»), πρβλ. ακύμων (ΙΙ)].
Greek Monotonic
πολῠκύμων: -ον, γεν. -ονος (κῦμα), αυτός που παράγει πολλά κύματα, σε Σόλωνα.
Russian (Dvoretsky)
πολυκύμων: 2, gen. ονος (ῡ) волнующийся, взволнованный, бушующий (πόντος Emped.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυκύμων -ον, gen. -ονος [πολύς, κῦμα] met veel golven.