κηροτέχνης: Difference between revisions
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κηροτέχνης:''' ου ὁ лепящий фигуры из воска, ваятель Anacr. | |elrutext='''κηροτέχνης:''' ου ὁ лепящий фигуры из воска, ваятель Anacr. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κηρο-τέχνης, ου,<br />a [[modeller]] in wax, Anacreont. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:40, 9 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A modeller in wax, Anacreont.10.9.
German (Pape)
[Seite 1434] ὁ, Wachskünstler, -bildner, Anacr. 10, 9.
Greek (Liddell-Scott)
κηροτέχνης: -ου, ὁ, κηροπλάστης, Ἀνακρέοντ. 10. 9
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
modeleur de cire.
Étymologie: κηρός, τέχνη.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ κηροτέχνης)
κηροπλάστης, τεχνίτης που κατεργάζεται το κερί.
Greek Monotonic
κηροτέχνης: -ου, ὁ, κηροπλάστης, σε Ανακρεόντ.
Russian (Dvoretsky)
κηροτέχνης: ου ὁ лепящий фигуры из воска, ваятель Anacr.
Middle Liddell
κηρο-τέχνης, ου,
a modeller in wax, Anacreont.