ἀνέμπληκτος: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(3) |
(1a) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνέμπληκτος:''' -ον, [[ατρόμητος]], [[άφοβος]]· στο επίρρ. <i>-τως</i>, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀνέμπληκτος:''' -ον, [[ατρόμητος]], [[άφοβος]]· στο επίρρ. <i>-τως</i>, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[intrepid]]: in adv. -τως, Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:05, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A intrepid, Sch.E.Or.1479. Adv. -τως Plu.Galb. 23 (nisi legendum ἀνεκπλήκτως).
German (Pape)
[Seite 223] unerschüttert, Adv., Plut. Galb. 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέμπληκτος: -ον, ὁ μὴ ἐκπληττόμενος, ἀτρόμητος. - Ἐπιρρ. -τως ἐν Πλουτ. Γάλβ. 23· ἀλλ’ ἴσως ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀνεκπλήκτως.
Spanish (DGE)
-ον
1 intrépido Sch.E.Or.1479.
2 adv. -ως intrépidamente Plu.Galb.23 (ap. crít.).
Greek Monolingual
ἀνέμπληκτος, -ον (Α)
1. ο μη εκπλησσόμενος
2. επίρρ. ανεμπλήκτως
με απάθεια, ήρεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + έμπληκτος < (εμπλήσσω) «έκπληκτος»].
Greek Monotonic
ἀνέμπληκτος: -ον, ατρόμητος, άφοβος· στο επίρρ. -τως, σε Πλούτ.
Middle Liddell
intrepid: in adv. -τως, Plut.