ἀντίτομος: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
(3)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντίτομος:''' -ον ([[ἀντιτέμνω]]), κομμένος ως [[γιατρειά]] για ένα [[κακό]]· <i>ἀντίτομον</i>, <i>τό</i>, [[γιατρειά]], [[αντίδοτο]], σε Όμηρ.· <i>τινος</i>, για [[κάτι]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''ἀντίτομος:''' -ον ([[ἀντιτέμνω]]), κομμένος ως [[γιατρειά]] για ένα [[κακό]]· <i>ἀντίτομον</i>, <i>τό</i>, [[γιατρειά]], [[αντίδοτο]], σε Όμηρ.· <i>τινος</i>, για [[κάτι]], σε Πίνδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀντιτέμνω]]<br />cut as a [[remedy]] for an [[evil]]: —ἀντίτομον, ου, τό, a [[remedy]], [[antidote]], Hom.; τινος for a [[thing]], Pind.
}}
}}

Revision as of 16:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίτομος Medium diacritics: ἀντίτομος Low diacritics: αντίτομος Capitals: ΑΝΤΙΤΟΜΟΣ
Transliteration A: antítomos Transliteration B: antitomos Transliteration C: antitomos Beta Code: a)nti/tomos

English (LSJ)

ον, (ἀντιτέμνω)

   A cut as a remedy for an evil:—Subst. ἀντίτομον, τό, remedy, antidote, h.Cer.229, Hsch.; ἀντίτομα ὀδυνᾶν antidotes for pains, Pi.P.4.221.    II having opposite curvatures for cutting, Paul.Aeg.6.30.

German (Pape)

[Seite 262] als Gegenmittel zu gebrauchen, φάρμακον, was auch fehlt, z. B. φαρμακώσαισ' ἀντίτομα ὀδυνᾶν Pind. P. 4, 221; vgl. H. h. Cer. 229.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίτομος: -ον, (ἀντιτέμνω) ὁ τεμνόμενος ὡς θεραπεία κακοῦ τινος: - ἀντίτομον, τό, φάρμακον, ἀντίδοτον, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 229· ἀντίτομα ... ὀδυνᾶν, ἀντίδοτα ὀδυνῶν, Πινδ. Π. 4. 394.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui coupe à l’encontre en parl. de ciseaux, dont les deux branches coupent à l’encontre l’une de l’autre;
2 qui coupe de façon à s’opposer à, d’où subst. τὸ ἀντίτομον remède, antidote.
Étymologie: ἀντί, τέμνω.

English (Slater)

ἀντῐτομος n. pl. pro subs.,
   1 remedy c. gen. φαρμακώσαισ' ἀντίτομα στερεᾶν ὀδυνᾶν (κατὰ μεταφορὰν τὴν ἀπὸ τῶν ῥιζοτόμων. Σ.) (P. 4.221)

Spanish (DGE)

-ον
I subst. τὸ ἀ.
1 cortado como remedio, antídoto ὀδυσᾶν Pi.P.4.221, cf. h.Cer.229, Hsch.
2 sent. dud., quizá tomo o volumen, POxy.381 (I d.C.).
3 bot. consuelda o sínfito mayor, Symphytum officinale L., cf. antitumon anagallicus, Gloss.3.550.
II adj. que tienen corte opuesto de la curvatura de las amígdalas, Paul.Aeg.6.30.

Greek Monolingual

ἀντίτομος, -ον (Α) αντιτέμνω
1. αυτός που κόβεται για να χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία κακού
2. φρ. «ἀντίτομα ὀδυνᾱν» — φάρμακα για τις λύπες (Πίνδ.).

Greek Monotonic

ἀντίτομος: -ον (ἀντιτέμνω), κομμένος ως γιατρειά για ένα κακό· ἀντίτομον, τό, γιατρειά, αντίδοτο, σε Όμηρ.· τινος, για κάτι, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ἀντιτέμνω
cut as a remedy for an evil: —ἀντίτομον, ου, τό, a remedy, antidote, Hom.; τινος for a thing, Pind.