ἀποπνίγω: Difference between revisions
Θεοῦ δὲ πληγὴν οὐχ ὑπερπηδᾷ βροτός → Haud ullus umquam transilit plagam die → Kein Sterblicher springt weiter als des Gottes Schlag
(1) |
(1a) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀποπνίγω:''' (fut. ἀποπνίξομαι и ἀποπνίξω) душить, удавливать (τινά Her., Arph., Xen., Plut.); pass. задыхаться, умирать от удушья Arph., Plat., задыхаться от гнева (ἐπί τινι Dem.) и захлебываться, тонуть (ῥίπτει ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλατταν (καὶ) ἀπεπνίγη Dem.). | |elrutext='''ἀποπνίγω:''' (fut. ἀποπνίξομαι и ἀποπνίξω) душить, удавливать (τινά Her., Arph., Xen., Plut.); pass. задыхаться, умирать от удушья Arph., Plat., задыхаться от гнева (ἐπί τινι Dem.) и захлебываться, тонуть (ῥίπτει ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλατταν (καὶ) ἀπεπνίγη Dem.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />to [[choke]], [[throttle]], Hdt.; ἀπέπνιγον Ar.; of plants, NTest.: to be choked, suffocated, drowned, Dem.: metaph. to be choked with [[rage]], Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:40, 9 January 2019
English (LSJ)
[ῑ], fut.
A -πνίξω Pl. Com.198, Antiph.171: aor. inf. ἀποπνεῖξαι GDI2171.18 (Delph., i B. C.):—choke, throttle, Hdt.2.169,al.; τὰς ἀναπνοάς Hp.Morb.Sacr.9; τοὺς πατέρας τ' ἦγχον . . καὶ τοὺς πάππους ἀπέπνιγον Ar.V.1039; suffocate, Id.Eq.893; of plants, choke, Ev. Matt. 13.7, Ev.Luc. 8.7:—Pass., fut. -πνῐγήσομαι Ar.Nu.1504; also -πεπνίξομαι Eun.VSp.463 B.: aor. I ἀπεπνίχθην Aret.SA1.7: aor. 2 ἀπεπνίγην [ῐ] (v. infr.): pf. part. -πεπνιγμένος Hdt.4.72:—to bechoked, suffocated, τρώγων ἐρεβίνθους ἀπεπνίγη Pherecr.159, cf.Alex. 266; to be drowned, Democr.172, D.32.6, Aesop.352. b generally, cut off, kill, λιμῷ τινα Aret.CA1.9:—Pass., πόλις ἀ. τῇ τῶν ἀναγκαίων σπάνει Procop.Arc.26. 2 metaph., choke one with vexation, ἀποπνίξεις με λαλῶν Antiph. l.c.; ἦ γάρ [με] γειτονεῦσ' ἀποπνίγεις Call.Iamb. 1.300:—Pass., to be choked with rage, ἐπί τινι at a thing, D.19.199, cf. Alex.16.7; πρός τι Lib.Or.63.15.
German (Pape)
[Seite 320] erwürgen, ersticken, Her. 3, 150; Plat. Gorg. 471 c; neben ἄγχω, ἀπέπνιγον, Ar. Vesp. 1039, u. Folgende; fut. ἀποπνίξομαι, auch -πνίξω, Plat. com. Ath. II, 67 c; Lüc. Cont. 23; ἀποπνῖξαι, aor. inf., Ar. Vesp. 1134; Xen. Hell. 3, 1, 14. – Pass., ersticken, umkommen, ἀποπνιγήσομαι Ar. Nubb. 1487; ἀπεπνίγη Plat Gorg. 512 a; ertrinken, Dem. 32, 6 u. A. Uebertr., sich ängstigen, ἐπί τινι, um Einen, Luc. Gall. 28; ähnl. Dem. 19, 199 ἐφ' οἷς ἀποπνίγομαι, vor Unwillen verstummen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπνίγω: [ῑ]: μέλλ. -πνίξομαι, ἀλλὰ -πνίξω, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 17, Ἀντιφ. κατωτ.: -πνίγω, στραγγαλίζω, Ἡρόδ. 2. 169, κ. ἀλλ.· τοὺς πατέρας τ’ ἦγχον… καὶ τοὺς πάππους ἀπέπνιγον Ἀριστοφ. Σφ. 1039· φέρω τινὰ εἰς πνιγώδη κατάστασιν διὰ κακῆς ὀσμῆς, τὸν πνίγω μὲ κακὴν ἀποφοράν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 893· ἐπὶ ἀκανθῶν, αἵτινες περιβάλλουσι καὶ ἀποπνίγουσιν ἄλλα φυτά, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 7, Λουκ. η΄, 7: ― Παθ., μέλλ. -πνῐγήσομαι, Ἀριστοφ. Νεφ. 1504: ἀόρ. ἀπεπνίγην [ῐ], μετοχ. πρκμ. -πεπνιγμένος: ― πνίγομαι, τρώγων ἀπεπνίγη Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 2, πρβλ. Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 9˙ ὡσαύτως, πνίγομαι ἐν τῷ ὕδατι, Δημ. 883˙ ἐν τέλ.: πρβλ. ἐπαποπνίγω. 2) μεταφ., στενοχωρῶ, ἐνοχλῶ, πνίγω, ἀποπνίξεις δέ με καινὴν πρός με λαλῶν, θὰ μὲ πνίξῃς μὲ αὐτὴν τὴν νέαν γλῶσσαν ἣν λαλεῖς, Ἀντιφ. Ὀβρ. 2: ― Παθ., πνίγομαι ἐξ ὀργῆς, ἐπί τινι, διὰ πρᾶγμά τι, Δημ. 403. 17˙ ἐπὰν ἴδω... τοὺς ἰχθυοπώλας... τὰς ὀφρῦς ἔχοντας ἐπάνω τῆς κορυφῆς, ἀποπνίγομαι, «μὲ παίρνουν οἱ διαβόλοι», «σκάνω», Ἄλεξ. ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ» 2. 7.
French (Bailly abrégé)
f. ἀποπνίξω ou ἀποπνίξομαι, ao. ἀπέπνιξα, pf. inus.
Pass. f.2 ἀποπνιγήσομαι, ao.2 ἀπεπνίγην, pf. ἀποπέπνιγμαι;
étouffer, suffoquer (qqn) ; Pass. être étouffé ; fig. suffoquer (de colère, etc.).
Étymologie: ἀπό, πνίγω.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῑ-]
• Morfología: [fut. ind. med. ἀποπνῐγήσομαι Ar.Nu.1504; aor. ind. pas. ἀπεπνίγη (-ῐ-) Pherecr.170, Alex.266.4, opt. ἀποπνῐγείης Ar.Eq.940; perf. inf. ἀποπεπνίξεσθαι Eun.VS 463]
I tr. en v. act.
1 estrangular, ahogar s. cont., Hippon.105.2, μιν ἀπέπνιξαν Hdt.2.169, ἵνα σ' ἀποπνίξῃ Ar.Eq.893, με Ar.V.1134, τοὺς ἄνδρας LXX To.3.8, cf. POxy.2111.36 (II d.C.)
•fig. ἐν σαπρῷ γάρῳ βάπτοντες ἀποτινίξουσί με Pl.Com.215
•como medio para eliminar seres débiles
•mujeres y enfermos τὰς δὲ λοιπάς Hdt.3.150, cf. 159, 4.71, 160, X.HG 3.1.14, τοὺς πάππους Ar.V.1039, cf. Hierocl.Facet.13, τέκνον GDI 2171.18 (Delfos I a.C.), el león a su presa, LXX Na.2.13, cf. I.BI 1.551
•para inmolar (a veces ritualmente) criados y animales, Hdt.4.60, 72, en recetas médicas καρκίνους ... ἐν οἴνῳ Hp.Nat.Mul.90, en v. pas. Hdt.4.72
•de las plantas ahogar, secar a otras próximas καὶ γὰρ γειτονεῦσ' ἀποπνίγεις (με) Call.Fr.194.104, αἱ ἄκανθαι ... αὐτά Eu.Matt.13.7, Eu.Luc.8.7
•matar λιμῷ τινα Aret.CA 1.9.3
•abs. asfixiar, ahogar al hombre αἱ κυνάγχαι δεινόταται μέν εἰσι ... γὰρ ... ἀποπνίγουσι Hp.Prog.23, en v. pas. Hp.Acut.17.
2 no implicando la muerte quitar el aliento o resuello αἱ περίοδοι ... μακραὶ ἀποπνίγουσαι τοὺς λέγοντας Demetr.Eloc.303, fig. ἦ 'ποπνίξεις γάρ με καινὴν πρός με διάλεκτον λαλῶν Antiph.171.3.
II intr. en v. med. y aor. med. pas. ἀπεπνίγη ahogarse en el agua κίνδυνος ἀποπνιγῆναι hay peligro de ahogarse Democr.B 172, cf. D.32.6, ἄνθρωπον ἀποπεπνιγμένον ἑόρακα μικροῦ por poco tengo que ver un ahogado Men.Dysc.668, cf. Aesop.230, Arr.Epict.2.5.12, ἡ ἀγέλη ... ἀπεπνίγη de la piara endemoniada Eu.Luc.8.33
•ahogarse, asfixiarse εἰ μή με βούλεσθ' ἀποπνιγέντα περιιδεῖν si no queréis verme morir asfixiado (por el olor), Ar.Pax 10, δείλαιος ἀποπνιγήσομαι por el fuego y humo, Ar.Nu.1504, ὑπ' ἀλλήλων ἀπεπνίγοντο καταπατούμενοι X.HG 4.4.11, τρώγων ἐρεβίνθους ἀπεπνίγη se ahogó tragando garbanzos Pherecr.l.c., cf. Ar.Eq.940, Alex.266.4, οὔτ' ἀμφιέννυνται πλείω ἢ δύνανται φέρειν, ἀποπνιγεῖεν γὰρ ἄν X.Cyr.8.2.21
•fig. de una ciudad perecer τῇ τῶν ἀναγκαίων σπάνει Procop.Arc.26.23.
2 no implicando la muerte sofocarse, perder el resuello ἀποπνίγεσθαι ἐν τοῖς πόνοις X.Eq.Mag.8.4
•fig. por el miedo o la ira, Alex.16.7, ἐφ' οἷς ἔγωγ' ἀποπνίγομαι D.19.199, τίς οὐκ ἂν ἀποπνιγείη πρὸς τὰς ὑπερβολάς; Lib.Or.63.15, ὑπὸ ... τῆς ἀλαζονείας ἀποπνιγόμενον Ast.Am.Hom.13.4.2.
English (Strong)
from ἀπό and πνίγω; to stifle (by drowning or overgrowth): choke.
English (Thayer)
1st aorist ἀπεπνιξα; 2nd aorist passive ἀπεπνιγην; (ἀπό as in ἀποκτείνω which see (cf. to choke off)); to choke: T WH marginal reading ἔπνιξαν); Demosthenes 32,6 (i. e., p. 883,28 etc.; schol. ad Euripides, Or. 812)).
Greek Monolingual
(AM ἀποπνίγω)
πνίγω, στραγγαλίζω
αρχ.
1. ενοχλώ υπερβολικά κάποιον, τον κάνω να πνιγεί από οργή
2. κάνω κάποιον να σκάσει από τη δυσοσμία
3. (για φυτά) περιβάλλω, περισφίγγω μέχρι πνιγμού («συμφυεῑσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό», ΚΔ).
Greek Monotonic
ἀποπνίγω: [ῑ], μέλ. -πνίξομαι, αόρ. αʹ -έπνιξα· πνίγω, στραγγαλίζω, σε Ηρόδ.· ἀπέπνιγον, σε Αριστοφ.· λέγεται για φυτά που καταπνίγονται από αγκάθια, σε Καινή Διαθήκη — Παθ. μέλ. -πνιγήσομαι, αόρ. βʹ -επνίγην [ῐ]· μτχ. παρακ. -πεπνιγμένος· πνίγομαι, παθαίνω ασφυξία, πεθαίνω από πνιγμό, σε Δημ.· μεταφ., πνίγομαι από την οργή μου, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπνίγω: (fut. ἀποπνίξομαι и ἀποπνίξω) душить, удавливать (τινά Her., Arph., Xen., Plut.); pass. задыхаться, умирать от удушья Arph., Plat., задыхаться от гнева (ἐπί τινι Dem.) и захлебываться, тонуть (ῥίπτει ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλατταν (καὶ) ἀπεπνίγη Dem.).
Middle Liddell
to choke, throttle, Hdt.; ἀπέπνιγον Ar.; of plants, NTest.: to be choked, suffocated, drowned, Dem.: metaph. to be choked with rage, Dem.