διαπασσαλεύω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(nl)
(1a)
Line 33: Line 33:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=διαπασσαλεύω, Ion. voor διαπατταλεύω.
|elnltext=διαπασσαλεύω, Ion. voor διαπατταλεύω.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[attic]] διαπαττ- fut. σω<br />to [[stretch]] out by nailing the extremities, as in crucifixion, Hdt.: to [[stretch]] out a [[hide]] for tanning, Ar.
}}
}}

Revision as of 20:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπασσᾰλεύω Medium diacritics: διαπασσαλεύω Low diacritics: διαπασσαλεύω Capitals: ΔΙΑΠΑΣΣΑΛΕΥΩ
Transliteration A: diapassaleúō Transliteration B: diapassaleuō Transliteration C: diapassaleyo Beta Code: diapassaleu/w

English (LSJ)

Att. διαπαττ-,

   A stretch out by nailing the extremities, πρὸς σανίδα Hdt.7.33; of a hide pegged out for tanning, Ar.Eq. 371, cf. Plu.Art.17.

German (Pape)

[Seite 594] ausspannen u. annageln, beim Kreuzigen, Her. 7, 33; Plut. Artax. 17; Leder, Ar. Equ. 369.

Greek (Liddell-Scott)

διαπασσᾰλεύω: Ἀττ. διαπαττ-, τεντώνω καρφώνων τὰ ἄκρα, ὡς κατὰ τὴν σταύρωσιν, Ἡρόδ. 7. 33· ἐπὶ δορᾶς ἐκτεταμένης οὕτω πρὸς κατεργασίαν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 371, πρβλ. Πλούτ. Ἀρτοξ. 17.

French (Bailly abrégé)

clouer qqn les membres écartés, crucifier.
Étymologie: διά, πασσαλεύω.
Syn. σταυρόω.

Spanish (DGE)

(διαπασσᾰλεύω) • Alolema(s): át. -τταλ-
sujetar con clavos, clavar como suplicio ἄνδρα ... ζῶντα πρὸς σανίδα Hdt.7.33, τὸ δέρμα Plu.Art.17, ἥλῳ ... τὰ στήθη Sch.A.Pr.64bH., en v. pas. διαπατταλευθήσει χαμαί serás clavado en tierra Ar.Eq.371.

Greek Monolingual

πασσαλεύω
βλ. διαπατταλεύω.

Greek Monotonic

διαπασσᾰλεύω: Αττ. διαπαττ-, μέλ. -σω, τεντώνω καρφώνοντας τα άκρα σταυρωτά, όπως κατά τη διάρκεια της σταύρωσης, σε Ηρόδ.· τεντώνω και καρφώνω μια προβιά για να την κατεργαστώ, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

διαπασσᾰλεύω: атт. διαπατταλεύω
1) пригвождать, распинать (τινὰ ζώοντα πρὸς σανίδα Her.);
2) распяливать на гвоздях (sc. τὴν βύρσαν Arph.; τὸ δέρμα Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαπασσαλεύω, Ion. voor διαπατταλεύω.

Middle Liddell

attic διαπαττ- fut. σω
to stretch out by nailing the extremities, as in crucifixion, Hdt.: to stretch out a hide for tanning, Ar.