δυσδιερεύνητος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''δυσδιερεύνητος:''' трудный для исследования ([[τόπος]] Plat.).
|elrutext='''δυσδιερεύνητος:''' трудный для исследования ([[τόπος]] Plat.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]διερεύνητος, ον [[διερευνάω]]<br />[[hard]] to [[search]] [[through]], Plat.
}}
}}

Revision as of 21:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσδιερεύνητος Medium diacritics: δυσδιερεύνητος Low diacritics: δυσδιερεύνητος Capitals: ΔΥΣΔΙΕΡΕΥΝΗΤΟΣ
Transliteration A: dysdiereúnētos Transliteration B: dysdiereunētos Transliteration C: dysdiereynitos Beta Code: dusdiereu/nhtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to search thoroughly, Pl.R. 432c, D.C.51.26, Them.Or.21.254d.

German (Pape)

[Seite 678] schwer zu durchforschen; τόπος Plat. Rep. IV, 432 c; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιερεύνητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ διερευνήσῃ τις, Πλάτ. Πολ. 432C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
diffile à rechercher ou à explorer.
Étymologie: δυσ-, διερευνάω.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de explorar τόπος Pl.R.432c, τὰ στόμια αὐτοῦ (τοῦ σπηλαίου) D.C.51.26.4
fig., ref. a la búsqueda de la verdad πολλὰ δύσβατα καὶ ἐπίσκια καὶ ... δυσδιερεύνητα Them.Or.21.254d.

Greek Monolingual

δυσδιερεύνητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα διερευνάται.

Greek Monotonic

δυσδιερεύνητος: -ον (διερευνάω), αυτός που είναι δύσκολος να ερευνηθεί, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

δυσδιερεύνητος: трудный для исследования (τόπος Plat.).

Middle Liddell

δυσ-διερεύνητος, ον διερευνάω
hard to search through, Plat.