ἐνθουσιαστικός: Difference between revisions
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐνθουσιαστικός:''' <b class="num">1)</b> (бого)вдохновенный, восторженный ([[φύσις]] Plat.; [[ψυχή]] Arst.; [[σοφία]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> приводящий в восторг или в исступление ([[ἁρμονία]], νοσήματα Arst.; [[πάθος]] Plut.). | |elrutext='''ἐνθουσιαστικός:''' <b class="num">1)</b> (бого)вдохновенный, восторженный ([[φύσις]] Plat.; [[ψυχή]] Arst.; [[σοφία]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> приводящий в восторг или в исступление ([[ἁρμονία]], νοσήματα Arst.; [[πάθος]] Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐνθουσιαστικός]], ή, όν [from [[ἐνθουσιάζω]]<br />[[inspired]], Plat., etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:55, 9 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A inspired, φύσις Pl.Ti.71e; esp. by music, Arist.Pol.1340a11; ἡ ἐ. σοφία divination, Plu.Sol.12; ἐ. ἔκστασις Iamb.Myst.3.8; τὸ ἐ. excitement, Pl.Phdr. 263d: Sup. -ώτατος Sch.Iamb.Protr.p.129 P. Adv. -κῶς, διατιθέναι τινά Plu.2.433c: Comp. -ώτερον Marin.Procl.6. II Act., inspiring, exciting, of certain kinds of music, Arist.Pol.1341b34; νοσήματα μανικὰ καὶ ἐ. Id.Pr.954a36: Comp. -ώτερα, ἀκούσματα Pl.Ep. 314a.
German (Pape)
[Seite 842] ή, όν, begeistert, schwärmerisch; φύσις Plat. Tim. 71 e; ψυχὰς ἐνθουσιαστικὰς ποιεῖν Arist. Pol. 8, 5; Sp.; τὸ ἐνθ., = ἐνθουσιασμός, Plat. Phaedr. 263 d. – Akt., begeisternd, ἁρμονία Arist. Pol. 8, 7. – Adv., ἐνθουσιαστικῶς διατιθέναι, begeistern, Plut. det. or. 42.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθουσιαστικός: -ή, -όν, ἔχων ἔμπνευσιν, ἐξεστηκώς, Πλάτ. Τίμ. 71Ε· μάλιστα ἐκ μουσικῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 5, 16· τὴν ἐνθουσιαστικὴν σοφίαν, τὴν μαντικήν, Πλούτ. Σόλ. 12· τὸ ἐνθουσιαστικόν, ὁ ἐνθουσιασμός, Πλάτ. Φαῖδρ. 263D. - Ἐπίρρ. ἐνθουσιαστικῶς διατιθέναι τινὰ Πλούτ. 2. 433C. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ προξενῶν, ὁ ἐμπνέων ἐνθουσιασμόν, ἐπὶ μουσικῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 4 καὶ 6, πρβλ. 8. 5. 16 καὶ 22.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
inspiré.
Étymologie: ἐνθουσιάζω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1inspirado por la divinidad τὰ ῥηθέντα ... ὑπὸ τῆς μαντικῆς τε καὶ ἐνθουσιαστικῆς φύσεως en la adivinación, Pl.Ti.71e, ἀκούσματα Pl.Ep.314a, ref. a los Cabiros, Coribantes, etc., Str.10.3.7, cf. 21, ἡ ἐνθουσιαστικὴ καὶ τελεστικὴ σοφία Plu.Sol.12, ἔκστασις Iambl.Myst.3.8, ἐνθουσιαστικώτατε Ἰάμβλιχε ref. a un filósofo pitagórico, Sch.Iambl.Protr.85.28
•neutr. compar. como adv. de la manera más inspirada ὥστε ... ἐνθουσιαστικώτερον ... τοὺς θεσμοὺς μετιέναι de manera que atendía los preceptos de la manera más inspirada por la divinidad Marin.Procl.6
•objeto de inspiración ποιεῖ τὰς ψυχὰς ἐνθουσιαστικάς dicho de la mús., Arist.Pol.1340a11
•neutr. subst. τὸ ἐ. estado de inspiración Pl.Phdr.263d.
2 de pers. propenso al entusiasmo como rasgo de los nacidos bajo un signo zodiacal, Ptol.Tetr.3.14.27.
3 que excita, que emociona, que entusiasma de la mús. τῶν μελῶν ... τὰ μὲν ἠθικὰ, τὰ δὲ πρακτικὰ, τὰ δ' ἐνθουσιαστικά Arist.Pol.1341b34, cf. 1342a4, ἐνθουσιαστικοῖς καὶ φυσικοῖς ... νοήμασιν Vett.Val.332.32, de algunos ritmos músicales, Aristid.Quint.82.28.
4 que produce delirio o locura νοσήματα μανικὰ καὶ ἐνθουσιαστικά Arist.Pr.954a36, πνεῦμα ἐ. en el oráculo de Delfos, Str.9.3.5.
5 gram. que expresa dolor o sentimiento, exclamativo ἐνθουσιαστικόν ἐπίρρημα adverbio exclamativo Eust.98.42, cf. in D.P.700.
II adv. -ῶς
1 en situación inspirada πολλὰ τῆς γῆς ῥεύματα ... τὰς ψυχὰς ἐ. διατίθησι Plu.2.433c
•de modo inspirado, por medio de la inspiración τὸ γενναῖον πάθος ... ἐ. ἐπιπνέον τοὺς λόγους Longin.8.4, ἐ. μᾶλλον διαγίγνεται, καὶ οὐ μαιευτικῶς, οὐδὲ πειραστικῶς Procl.in Prm.987, cf. Olymp.in Phd.35.
2 frenéticamente, de forma enloquecida (ὁ ἔρως) ἦρξεν ἐ. I.AI 15.240, ἐ. ζέσαντες al luchar, Heraclit.All.31, ἐ. ἐπ' αὐτὸν (τὸν ἡδὺν βίον) ὁρμῶσιν de los epicúreos, Diog.Oen.152.3.8, ἐ. ἔχειν estar frenético Hsch.s.u. παιφάσσειν.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐνθουσιαστικός, -ή, -όν)
αυτός που προκαλεί ή εμπνέει ενθουσιασμό («τὰ μὲν ἠθικά, τὰ δὲ πρακτικὰ τὰ δ' ἐνθουσιαστικὰ τιθέντες», Αριστοτ.)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση εμπνεύσεως ή ενθουσιασμού, εμπνευσμένος («ἐνθουσιαστική ἔκστασις», Ιάμβλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνθουσιαστικόν
ενθουσιασμός.
επίρρ...
ενθουσιαστικώς, -ά
με ενθουσιασμό, με τρόπο που εμπνέει ενθουσιασμό.
Greek Monotonic
ἐνθουσιαστικός: -ή, -όν, εμπνευσμένος, σε Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνθουσιαστικός: 1) (бого)вдохновенный, восторженный (φύσις Plat.; ψυχή Arst.; σοφία Plut.);
2) приводящий в восторг или в исступление (ἁρμονία, νοσήματα Arst.; πάθος Plut.).
Middle Liddell
ἐνθουσιαστικός, ή, όν [from ἐνθουσιάζω
inspired, Plat., etc.