ἐρείπιον: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463
(4)
(1ab)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρείπιον:''' τό ([[ἐρείπω]]), [[συντρίμμι]], [[απομεινάρι]] [[μετά]] από [[καταστροφή]], [[κυρίως]] στον πληθ., <i>ναυτικὰ ἐρ</i>., συντρίμμια ναυαγίου, σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης, <i>οἰκημάτων ἐρ</i>., συντρίμμια σπιτιών, σε Ηρόδ.· <i>ἐρ. πέπλων</i>, [[τεμάχιο]], [[κομμάτι]], [[κουρέλι]], σε Ευρ.· πρβλ. [[ἐρείπω]].
|lsmtext='''ἐρείπιον:''' τό ([[ἐρείπω]]), [[συντρίμμι]], [[απομεινάρι]] [[μετά]] από [[καταστροφή]], [[κυρίως]] στον πληθ., <i>ναυτικὰ ἐρ</i>., συντρίμμια ναυαγίου, σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης, <i>οἰκημάτων ἐρ</i>., συντρίμμια σπιτιών, σε Ηρόδ.· <i>ἐρ. πέπλων</i>, [[τεμάχιο]], [[κομμάτι]], [[κουρέλι]], σε Ευρ.· πρβλ. [[ἐρείπω]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐρείπιον]], ου, τό, [[ἐρείπω]]<br />a [[fallen]] [[ruin]], [[wreck]], [[mostly]] in pl., ναυτικὰ ἐρ. pieces of [[wreck]], Aesch., Eur.; also, οἰκημάτων ἐρ. ruins of houses, Hdt.; ἐρ. πέπλων fragments, Eur.; cf. [[ἐρείπω]].
}}
}}

Revision as of 22:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρείπιον Medium diacritics: ἐρείπιον Low diacritics: ερείπιον Capitals: ΕΡΕΙΠΙΟΝ
Transliteration A: ereípion Transliteration B: ereipion Transliteration C: ereipion Beta Code: e)rei/pion

English (LSJ)

τό, (ἐρείπω)

   A fallen ruin, wreck, Arist.Rh.1413a6, Aristid. Or.49(25).42, Opp.H.5.324: generally in pl., ναυτικὰ ἐ. wreckage, A. Ag.660,Fr.274, E.Hel.1080 ; θραύμασίν τ' ἐρειπίων A.Pers.425; ruins, οἰκημάτων, [τειχέων], Hdt.2.154,4.124 ; δόμων E.Ba.7; ἐρείπια alone, ἐν τοῖς Κιμωνίοις ἐ. Cratin.151 ; ἐ. χλανιδίων fragments of garments, Trag.Adesp.7; πέπλων E.Tr.1025 ; νεκρῶν ἐ. dead carcasses, S.Aj.308, E.Fr.266.—Poet.and later Prose (exc. Arist.and Hdt.ll.cc.), D.H. 1.14,CIG2700e (Mylasa), Paus.10.38.13, Aristid. l.c., etc.

German (Pape)

[Seite 1024] τό, im sing. bei Arist. rhet. 3, 11 Opp. H. 5, 324, sonst plur., das Eingestürzte, Trümmer, ναυτικά Aesch. Ag. 646, wie Eur. Hel. 1080; ἐρειπίων θραύσματα, Stücke von Schiffstrümmern, Aesch. Pers. 417; δόμων, Häusertrümmer, Ruinen, Eur. Bacch. 7; Plut. Camill. 28 σκηνοῦντας ἐν ἐρειπίοις, u. a.Sp.; ἐν πέπλων ἐρειπίοις, Ueberbleibsel, Lumpen, Eur. Tr. 1025, wie λεπτῶν χλανιδίων Soph. frg. 400; ἐρείπια νεκρῶν, Ueberbleibsel, Leichen der getödteten Thiere, Ai. 301; ἐρ. ὠμηστῆρος Opp. Hal. 5, 324.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρείπιον: τό, (ἐρείπω), ὡς καὶ νῦν, ἐκεῖνο ὅπερ ἔμεινε μετὰ τὴν καταστροφὴν πράγματός τινος, ἔστι γὰρ εἰκάσαι... τὸ ἐρείπιον «ῥάκει οἰκίας» Ἀριστ. Ρητορ. 3. 11. 13, Ὀππ. Ἀλ. 5. 324: - ἀλλαχοῦ πάντοτε κατὰ πληθ., ναυτικὰ ἐρ., τεμάχια ναυαγίου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 660, Ἀποσπ. 273, Εὐρ. Ἑλ. 1080. οὕτως, θραύμασίν τ’ ερειπίων Αἰσχύλ. Πέρσ. 425· ὡσαύτως, οἰκημάτων, τειχέων, Ἡρόδ. 2. 154, 4. 124· δόμων Εὐρ. Βάκχ. 7· καὶ ἐρείπια μόνον ὡς παρ’ ἡμῖν, ἐν τοῖς Κιμωνίοις... ἐρειπίοις Κρατῖνος ἐν «Πανόπταις» 4, πρβλ. Meineke ἐν Κωμ. 5. σ. 20· ἐρ. χλανιδίων, ῥάκη, τεμάχια ἐνδυμάτων, Σοφ. Ἀποσπ. 400· πέπλων Εὐρ. Τρ. 1025· νεκρῶν ἐρ., λείψανα, Σοφ. Αἴ. 308, Εὐρ. Ἀποσπ. 268: - ποιητ. λέξ. ἀπαντῶσα ἔν τινι πεζῇ Ἐπιγρ. 2700e, καὶ παρὰ Διον. Ἁλ. 1. 14.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
débris, ruine ; d’ord. au pl. τὰ ἐρείπια ruines d’un mur, d’une maison, etc., lambeaux d’un vêtement : νεκρῶν ἐρείπια SOPH débris d’animaux morts.
Étymologie: ἐρείπω.

Greek Monotonic

ἐρείπιον: τό (ἐρείπω), συντρίμμι, απομεινάρι μετά από καταστροφή, κυρίως στον πληθ., ναυτικὰ ἐρ., συντρίμμια ναυαγίου, σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης, οἰκημάτων ἐρ., συντρίμμια σπιτιών, σε Ηρόδ.· ἐρ. πέπλων, τεμάχιο, κομμάτι, κουρέλι, σε Ευρ.· πρβλ. ἐρείπω.

Middle Liddell

ἐρείπιον, ου, τό, ἐρείπω
a fallen ruin, wreck, mostly in pl., ναυτικὰ ἐρ. pieces of wreck, Aesch., Eur.; also, οἰκημάτων ἐρ. ruins of houses, Hdt.; ἐρ. πέπλων fragments, Eur.; cf. ἐρείπω.