Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἡδυπάθεια: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἡδῠπάθεια:''' ἡ утопание в роскоши, в наслаждениях, жизнь, полная наслаждений Xen., Plut.
|elrutext='''ἡδῠπάθεια:''' ἡ утопание в роскоши, в наслаждениях, жизнь, полная наслаждений Xen., Plut.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἡδυπάθεια]], ἡ, [[ἡδυπαθής]]<br />[[pleasant]] [[living]], [[luxury]], Xen.
}}
}}

Revision as of 23:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδῠπάθεια Medium diacritics: ἡδυπάθεια Low diacritics: ηδυπάθεια Capitals: ΗΔΥΠΑΘΕΙΑ
Transliteration A: hēdypátheia Transliteration B: hēdypatheia Transliteration C: idypatheia Beta Code: h(dupa/qeia

English (LSJ)

[πᾰ], ἡ,

   A pleasant living, luxury, X.Cyr.7.5.74, Hp.Ep. 17, Plu.2.6b, al., Sor.1.34, Luc.DMort.10.8: in pl., Ath.4.165e, Just.Nov.105.1; title of work by Archestratus, Ath.1.4e.

German (Pape)

[Seite 1154] ἡ, Wohlbehagen, Xen. Cyr. 7, 5, 74; Ath. II, 40 c u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυπάθεια: ἡ, εὐαρεστος ζωή, ἀπόλαυσις, τρυφή, οἳ νομίζουσι τὸ μὲν πονεῖν ἀθλιώτατον, τὸ δ’ ἀπόνως βιοτεύειν ἡδυπάθειαν Ξεν. Κύρ. 7. 5, 74.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
vie de jouissance, mollesse.
Étymologie: ἡδυπαθής.

Greek Monolingual

η (AM ἡδυπάθεια) ηδυπαθής
απόλαυση, διασκέδαση, ευχάριστη ζωή
νεοελλ.
1. ηδονική ζωή, φιληδονία, τάση και ροπή προς τις σαρκικές απολαύσεις
2. νωχέλεια
αρχ.
1. ως κύρ. όν. Ἡδυπάθεια
τίτλος έργου του Αρχεστράτου
2. στον πληθ. αἱ ἡδυπάθειαι
οι λιχουδιές, τα πικάντικα φαγητά.

Greek Monotonic

ἡδυπάθεια: ἡ (ἡδυπαθής), ευάρεστη ζωή, απόλαυση, τρυφή, πολυτέλεια, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἡδῠπάθεια: ἡ утопание в роскоши, в наслаждениях, жизнь, полная наслаждений Xen., Plut.

Middle Liddell

ἡδυπάθεια, ἡ, ἡδυπαθής
pleasant living, luxury, Xen.