πολυτέχνης: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
(6) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολῠτέχνης:''' -ου, ὁ, [[επιδέξιος]] σε διάφορες τέχνες, σε Σόλωνα. | |lsmtext='''πολῠτέχνης:''' -ου, ὁ, [[επιδέξιος]] σε διάφορες τέχνες, σε Σόλωνα. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πολῠ-τέχνης, ου, ὁ,<br />[[skilled]] in [[divers]] arts, [[Solon]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:05, 10 January 2019
English (LSJ)
ον, ὁ,
A skilled in divers arts, Ἥφαιστος Sol.13.49.
German (Pape)
[Seite 674] ὁ, der sich auf viele Künste Verstehende, Hephästus, Sol. 5, 49.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠτέχνης: -ου, ὁ, ὁ ἐν πολλαῖς τέχναις ἠσκημένος, Σόλων 12. 49.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
habile en beaucoup d’arts.
Étymologie: πολύς, τέχνη.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που γνωρίζει πολλές τέχνες, ο ασκημένος σε πολλές τέχνες, πολυτεχνίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. αριστο-τέχνης. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημασία].
Greek Monotonic
πολῠτέχνης: -ου, ὁ, επιδέξιος σε διάφορες τέχνες, σε Σόλωνα.