καταπρίω: Difference between revisions
Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.
(nl) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατα-πρίω zagen, doorsnijden:. καταπρίων τὸ κύμινον de komijn doorsnijdend Theocr. 10.55. | |elnltext=κατα-πρίω zagen, doorsnijden:. καταπρίων τὸ κύμινον de komijn doorsnijdend Theocr. 10.55. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. -πριοῦμαι<br /><b class="num">1.</b> to saw up, Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to cut or [[bite]] [[into]] pieces, Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:10, 10 January 2019
English (LSJ)
[ῑ],
A saw up, κορμοὺς ξύλων Hdt.7.36; saw asunder, LXXSu.59. 2 cut or bite into pieces, κύμινον Theoc.10.55; γλῶσσαν κυνόδοντι Nic. Al.283.
German (Pape)
[Seite 1372] (s. πρίω), zersägen; κορμούς Her. 7, 36; zerbeißen, theilen, κύμινον Theocr. 10, 55; γλῶσσαν κυνόδοντι Nic. Al. 283.
Greek (Liddell-Scott)
καταπρίω: ῑ, καταπριονίζω, σχίζω διὰ πρίονος, καταπρίσαντες κορμοὺς ξύλων Ἡρόδ. 7. 36. 2) κατακόπτω ἢ κατασπαράττω διὰ τῶν ὀδόντων εἰς τεμάχια, κ. τὸ κύμινον Θεόκρ. 10. 55, πρβλ., κ. γλῶσσαν κυνόδοντι Νικ. Ἀλεξιφ. 283∙- ὡσαύτως -πρίζω, διὰ τῆς θλίψεως ἁλίσκεσθαι καὶ καταπρίζεσθαι Ἀμφίλοχ.
French (Bailly abrégé)
scier, couper.
Étymologie: κατά, πρίω.
Greek Monolingual
καταπρίω (Α)
1. σχίζω με το πριόνι, καταπριονίζω
2. σχίζω εντελώς
3. τεμαχίζω, κομματιάζω με τα δόντια
4. παθ. καταπρίομαι
μτφ. κατατρώγομαι, βασανίζομαι από τη θλίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πρίω «πριονίζω»].
Greek Monotonic
καταπρίω: [ῑ], μέλ. -πριοῦμαι,
1. πριονίζω, σε Ηρόδ.
2. κόβω ή κατασπαράττω, ξεσχίζω σε κομμάτια, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
καταπρίω: (ῑ)
1) распиливать (κορμοὺς ξόλων Her.);
2) разрезать или раскусывать (τὸ κύμινον Theocr.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πρίω zagen, doorsnijden:. καταπρίων τὸ κύμινον de komijn doorsnijdend Theocr. 10.55.
Middle Liddell
fut. -πριοῦμαι
1. to saw up, Hdt.
2. to cut or bite into pieces, Theocr.