προκαταρτίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
(nl)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προ-καταρτίζω eerst in orde maken.
|elnltext=προ-καταρτίζω eerst in orde maken.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[complete]] [[beforehand]], NTest.
}}
}}

Revision as of 00:25, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαταρτίζω Medium diacritics: προκαταρτίζω Low diacritics: προκαταρτίζω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΡΤΙΖΩ
Transliteration A: prokatartízō Transliteration B: prokatartizō Transliteration C: prokatartizo Beta Code: prokatarti/zw

English (LSJ)

   A complete beforehand, Supp.Epigr.4.449.13 (Didyma, ii B. C.), 2 Ep.Cor.9.5:—Pass., προκατηρτισμένος got ready, prepared beforehand, Hp.Decent.8, cf. Ph.Bel.95.40.

German (Pape)

[Seite 729] vorher od. eher zurecht machen, Hippocr. u. N. T.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταρτίζω: συμπληρῶ, τελειοποιῶ πρότερον, προετοιμάζω, Β΄, Ἐπιστ. πρ. Κορ. Θ΄, 5. ― Παθ., προκατηρτισμένος Ἱππ. 24. 10 καὶ 18.

French (Bailly abrégé)

ajuster ou arranger auparavant.
Étymologie: πρό, καταρτίζω.

English (Strong)

from πρό and καταρτίζω; to prepare in advance: make up beforehand.

English (Thayer)

1st aorist subjunctive 3rd person plural προκαταρτίσωσι; to prepare (A. V. make up) beforehand: τί, Hippocrates; ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

ΝΑ
καταρτίζω, ετοιμάζω εκ τών προτέρων («έχει ήδη προκαταρτίσει τον κανονισμό)
αρχ.
διευθετώ, συμπληρώνω εκ τών προτέρων («ἵνα προκαταρτίσωσι τὴν προκατηγγελμένην εὐλογίαν ὑμῶν», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταρτίζω «ετοιμάζω, διευθετώ»].

Greek Monotonic

προκαταρτίζω: μέλ. -σω, τελειοποιώ εκ των προτέρων, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

προκαταρτίζω: заранее обеспечивать, предуготовлять (τι NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-καταρτίζω eerst in orde maken.

Middle Liddell

fut. σω
to complete beforehand, NTest.