προσεγκελεύομαι: Difference between revisions
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
(4) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προσεγκελεύομαι:''' сверх того побуждать, уговаривать (τινα и τινι Plut.). | |elrutext='''προσεγκελεύομαι:''' сверх того побуждать, уговаривать (τινα и τινι Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Mid. to [[exhort]] [[besides]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:35, 10 January 2019
English (LSJ)
Med.,
A exhort besides, τινι Plu.Alex.10. II σαλπιγκταὶ μέλος π. play a rousing tune, Id.Aem.33.
German (Pape)
[Seite 757] (s. κελεύω), noch dazu ermuntern, zureden, Plut. Alex. 10.
Greek (Liddell-Scott)
προσεγκελεύομαι: Μεσ., ἐγκελεύομαι, παρακινῶ προσέτι, τινα Πλουτ. Αἰμίλ. 33· τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 10.
French (Bailly abrégé)
presser par des exhortations, acc..
Étymologie: πρός, ἐγκελεύομαι.
Greek Monolingual
Α
παρακινώ παραπέρα, προτρέπω επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐγκελεύομαι «προτρέπω, διατάσσω, παραγγέλλω, σαλπίζω έφοδο»].
Greek Monotonic
προσεγκελεύομαι: Μέσ., παρακινώ επιπλέον, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-εγκελεύομαι extra aansporen, met dat.: τῷ νεανίσκῳ προσεγκελευσαμένην omdat zij de jongeman extra aangemoedigd had Plut. Alex. 10.6.
Russian (Dvoretsky)
προσεγκελεύομαι: сверх того побуждать, уговаривать (τινα и τινι Plut.).