τανύδρομος: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τᾰνύδρομος:''' бегущий во всю прыть Aesch. | |elrutext='''τᾰνύδρομος:''' бегущий во всю прыть Aesch. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τᾰνύ-δρομος, ον,<br />[[running]] at [[full]] [[stretch]], Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:44, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A running at full stretch, A.Eu.371 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1067] den Lauf streckend od. ausdehnend, weit laufend, Aesch. Eum. 349.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνύδρομος: -ον, ὁ τρέχων πάσῃ δυνάμει, σφαλερὰ τανυδρόμοις κῶλα Αἰσχύλ. Εὐμεν. 371, πρβλ. τανύω ἐν τέλει, ταναύπους.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui court vivement, agile.
Étymologie: τανύω, δραμεῖν.
Greek Monolingual
και τανυσίδρομος, -ον, Α
αυτός που τρέχει πολύ γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάννμαι «τεντώνομαι» + -δρόμος (< δρόμος). Ο τ. ταννσί-δρομος είναι αμφβλ. (πρβλ. ταννσίσκοπος)].
Greek Monotonic
τᾰνύδρομος: -ον, αυτός που τρέχει με όλη του τη δύναμη, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰνύδρομος: бегущий во всю прыть Aesch.