τολύπη: Difference between revisions
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τολύπη:''' (ῠ) ἡ клубок, моток шерсти Soph., Arph., Anth. | |elrutext='''τολύπη:''' (ῠ) ἡ клубок, моток шерсти Soph., Arph., Anth. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τολύ˘πη, ἡ,<br />a [[clew]] or [[ball]] of [[wool]], Lat. [[glomus]], Ar., Anth. [deriv. uncertain] | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 10 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A clew, ball of wool ready for spinning, or of spun yarn, S.Fr.1102, Ar.Lys.586 (anap.), AP6.160 (Antip. Sid.), 247 (Phil.), Dsc.5.75, Arr.Ind.7.3, Hsch., Eust.1336.18, 1414.26. II ball of anything, τῶν πράσων Eub.42.3. 2 globular cake, Ath.3.114f, 4.140a, Hsch. 3 a kind of gourd, pumpkin, = κολόκυνθα ἀγρία, LXX 4 Ki.4.39, Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 1127] ἡ, ein Knäuel zusammengewickelter, gekrempelter, zum Spinnen bereiteter Wolle, glomus; auch der Faden, Zwirn, Garn; Soph. frg. 920, ὠνόμασε τὰς ταινίας ὁλοστήμονας τολύπας, bei Poll. 7, 32; vgl. Ar. Lys. 585; Antp. Sid. 26 (VI, 160); Philp. 18 (VI, 247). – Wegen der Aehnlichkeit ein kugelförmiger Kuchen, Ath. III, 114 f, vgl. Eubul. ib. 571 f; auch eine runde Kürbißart.
Greek (Liddell-Scott)
τολύπη: [ῠ], κατειργασμένον ἔριον σχηματισθὲν εἰς ὄγκον καὶ ἕτοιμον πρὸς νῆσιν, κοινῶς «τουλοῦπα», Λατ. glomus, Σοφ. Ἀποσπ. 920, Ἀριστοφ. Λυσ. 586, Ἀνθ. Π. 6. 160., 6. 247, Ἀρρ., κλπ. ΙΙ. ὄγκος σφαιροειδὴς ἐξ οἱουδήποτε πράγματος, τῶν πράσων ποιούμενοι τολύπας, ἐπὶ τῶν μὴ κοσμίως δειπνούντων, Εὔβουλ. ἐν «Καμπυλίωνι» 4. 2) μᾶζα ἔχουσα σχῆμα τολύπης, Ἀθήν. 114F, 140Α, Κλήμ. Ἀλ. 19, Ἡσύχ. 3) εἶδος στρογγύλης κολοκύνθης ἐχούσης σχῆμα τολύπης, «ἀγριοκολοκύντη» (Φωτ.), Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Δ΄, 39). (Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὴν √ ΤΑΛ, *τλάω, ἐπὶ τῆς σημασίας ἔργου τελειωθέντος, μετὰ προσθήκης τοῦ π). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τολύπη· τὰ προφυράματα τῶν μαζῶν, ἃ καὶ βήρακας καλοῦσιν. καὶ ἀγαθίδιον στήμονος, ἢ ῥοδάνης».
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
peloton de laine enroulée autour de la quenouille, laine prête à être filée.
Étymologie: DELG terme techn. sans étym., pê apparenté à τύλος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και τουλούπα Ν
1. τούφα από κατεργασμένο μαλλί ή βαμβάκι, έτοιμο για γνέσιμο
2. (κατ' επέκτ.) καθετί που μοιάζει με τολύπη, που έχει σχήμα τολύπης (α. «τολύπη χιονιού» β. «τολύπη καπνού» γ. «τῶν πράσων ποιούμενοι τολύπας», Αθήν.)
αρχ.
είδος του φυτού κολοκύνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. προέρχεται από τη λ. τύλος «κάλος, εξόγκωμα» μέσω ενός τ. τυλύπη με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ο-. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το ρ. τυλίσσω.
Greek Monotonic
τολύπη: [ῠ], ἡ, κουβάρι από κατειργασμένο μαλλί, Λατ. glomus, σε Αριστοφ., Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
τολύπη: (ῠ) ἡ клубок, моток шерсти Soph., Arph., Anth.
Middle Liddell
τολύ˘πη, ἡ,
a clew or ball of wool, Lat. glomus, Ar., Anth. [deriv. uncertain]