ὑποδεξίη: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(4b)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑποδεξίη:''' (ῑ) ἡ [[δέχομαι]] нужное для приема гостей, угощение: πᾶσά [[τοί]] ἐσθ᾽ ὑ. Hom. ты богат всякими припасами.
|elrutext='''ὑποδεξίη:''' (ῑ) ἡ [[δέχομαι]] нужное для приема гостей, угощение: πᾶσά [[τοί]] ἐσθ᾽ ὑ. Hom. ты богат всякими припасами.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑποδεξίη]], ἡ, like [[ὑποδοχή]]<br />the [[reception]] of a [[guest]], [[means]] of [[entertainment]], πᾶσά τοι ἔσθ' [[ὑποδεξίη]] [ῑ, metri grat.], Il.
}}
}}

Revision as of 02:10, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποδεξίη Medium diacritics: ὑποδεξίη Low diacritics: υποδεξίη Capitals: ΥΠΟΔΕΞΙΗ
Transliteration A: hypodexíē Transliteration B: hypodexiē Transliteration C: ypodeksii Beta Code: u(podeci/h

English (LSJ)

ἡ,

   A = ὑποδοχή 1.2, reception of a guest, means of entertainment, πᾶσά τοί ἐσθ' ὑποδεξίη [ῑ] Il.9.73.

German (Pape)

[Seite 1214] ἡ, Aufnahme, bes. gastliche Bewirthung, auch der dazu gehörige Vorrath, Vermögen zur Aufnahme eines Gastes, πᾶσά τοι ἔσθ' ὑποδιξίη Il. 9, 73 [wo ι lang gebraucht ist].

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδεξίη: ἡ, ὡς τὸ ὑποδοχή, ἡ ὑποδοχὴ καὶ περιποίησις ξένου, μέσα ὑποδοχῆς, πᾶσα τοι ἔσθ’ ὑποδεξίη [ῑ] Ἰλ. Ι. 73.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
préparatifs pour une réception ; réception.
Étymologie: ὑποδέξιος.

English (Autenrieth)

(δέχομαι): hospitable welcome, Il. 9.73†. The ῖ is a necessity of the rhythm.

Greek Monolingual

ἡ, Α ὑποδέξιος
τα μέσα με τα οποία περιποιείται κανείς έναν φιλοξενούμενο.

Greek Monotonic

ὑποδεξίη: ἡ, όπως το ὑποδοχή, υποδοχή και περιποίηση ενός ξένου, φιλοξενουμένου, μέσα, τρόποι φιλοξενίας, περιποίησης ξένων, πᾶσά τοι ἐσθ' ὑποδεξίη (, χάριν μέτρου), σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποδεξίη: (ῑ) ἡ δέχομαι нужное для приема гостей, угощение: πᾶσά τοί ἐσθ᾽ ὑ. Hom. ты богат всякими припасами.

Middle Liddell

ὑποδεξίη, ἡ, like ὑποδοχή
the reception of a guest, means of entertainment, πᾶσά τοι ἔσθ' ὑποδεξίη [ῑ, metri grat.], Il.