κεφαλαιώδης: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ πόνος ὁ ὑπερβάλλων συνάψει θανάτῳ → excessive suffering will soon lead you to death

Source
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κεφαλαιώδης -ες [κεφαλή] belangrijkst; subst. τὰ κεφαλαιώδη hoofdzaken; adv. κεφαλαιωδῶς samenvattend.
|elnltext=κεφαλαιώδης -ες [κεφαλή] belangrijkst; subst. τὰ κεφαλαιώδη hoofdzaken; adv. κεφαλαιωδῶς samenvattend.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κεφᾰλαι-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />[[capital]], [[principal]], [[chief]], Luc.:—adv. -δῶς, [[summarily]], Arist.
}}
}}

Revision as of 02:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφαλαιώδης Medium diacritics: κεφαλαιώδης Low diacritics: κεφαλαιώδης Capitals: ΚΕΦΑΛΑΙΩΔΗΣ
Transliteration A: kephalaiṓdēs Transliteration B: kephalaiōdēs Transliteration C: kefalaiodis Beta Code: kefalaiw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A capital, principal, Stoic.2.75, Luc.DMort.20.1: Comp., νόμοι Ph.2.183, cf. Luc.Salt.61, Hierocl. in CA27p.484M.: Sup., Hp.Decent.6, Luc.Pseudol.10; τὸ -ῶδες the general character summed up in a definition, Arr.Epict.2.12.9.    II summary, ἐξήγησις Plb.2.14.1; ὑπογραφή D.H.2.72. Adv. -δῶς Arist.Rh.1415b8, Metaph.988a18, Plb.1.13.1, D.H.Comp.8, etc.: Sup. -έστατα Epicur.Ep.1p.31U.

German (Pape)

[Seite 1427] ες, der Hauptsache nach, summarisch; ὅσα κεφαλαιώδη μάνθανε Luc. D. Mort. 20, 1; a. Sp.; κεφαλαιωδέστερος Luc. salt. 61; vgl. noch Lob. zu Phryn. 271. – Adv. κεφαλαιωδῶς, Arist. rhet. 3, 14. 19; Pol. 1, 13, 1; häufig bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλαιώδης: -ες, (εἶδος) κύριος, πρῶτος, ὁ κυριώτατος, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 20. 1· ἐν τῷ συγκρ., π. Ὀρχ. 61, Ψευδολ. 10· τὸ κ., τὸ οὐσιῶδες καὶ κύριον περιληπτικῶς ἐκτιθέμενον ἐν ὁρισμῷ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 12, 9. ― Ἐπίρρ. -δῶς, περιληπτικῶς, ἐν περιλήψει, ὡς τὸ ἐν κεφαλαίῳ, Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 8, Μ. τὰ Φυσ. 1. 7, 1. ― Συγκρ. ἐπίρρ. κεφαλαιοδεστέρως Τζέτζ. Σχόλ. εἰς Ἑρμογ. ἐν Κραμήρου Ἑλλ. Ἀν. τομ. 4. σ. 100, 1.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
sommaire;
Cp. κεφαλαιωδέστερος.
Étymologie: κεφαλαῖος, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ κεφαλαιώδης, -ώδες) κεφάλαιον
αυτός που έχει πρωταρχική σημασία, που αποτελεί την ουσία ενός πράγματος, βασικός, κύριος, ουσιώδης (α. «αυτή η ενότητα έχει κεφαλαιώδη σημασία για την έκβαση της υπόθεσης» β. «ὅσα μέντοι κεφαλαιώδη, μάνθανε», Λουκιαν.)
αρχ.
1. σύντομος, βραχύς («χρήσιμον εἶναι κεφαλαιώδη μὲν ποιήσασθαι τὴν ἐξήγησιν», Πολ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κεφαλαιῶδες
αυτό το οποίο τίθεται περιληπτικά σε ορισμό ως πιο ουσιώδες.
επίρρ...
κεφαλαιωδῶς (Α κεφαλαιωδῶς)
κατά τρόπο κεφαλαιώδη, περιληπτικά («ἐπὶ βραχύ καὶ κεφαλαιωδῶς προεκθεμένους», Πολ.).

Greek Monotonic

κεφᾰλαιώδης: -ες (εἶδος), αρχικός, κύριος, πρώτιστος, σε Λουκ.· επίρρ. -δῶς, συνοπτικά, περιληπτικά, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

κεφᾰλαιώδης: главный, основной, важнейший (κεφαλαιώδη μανθάνειν Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεφαλαιώδης -ες [κεφαλή] belangrijkst; subst. τὰ κεφαλαιώδη hoofdzaken; adv. κεφαλαιωδῶς samenvattend.

Middle Liddell

κεφᾰλαι-ώδης, ες εἶδος
capital, principal, chief, Luc.:—adv. -δῶς, summarily, Arist.