λιπαράμπυξ: Difference between revisions
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
(3) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λῐπᾰράμπυξ:''' ῠκος adj.<br /><b class="num">1)</b> с блистающей повязкой (Μναμοσύνα Pind.);<br /><b class="num">2)</b> шутл. блистательный, сверкающий ([[Θασία]], sc. [[ἅλμη]] Arph.). | |elrutext='''λῐπᾰράμπυξ:''' ῠκος adj.<br /><b class="num">1)</b> с блистающей повязкой (Μναμοσύνα Pind.);<br /><b class="num">2)</b> шутл. блистательный, сверкающий ([[Θασία]], sc. [[ἅλμη]] Arph.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λῐπᾰρ-άμπυξ, ῠκος, ὁ, ἡ,<br />with [[bright]] [[tiara]], Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:25, 10 January 2019
English (LSJ)
ῠκος, ὁ, ἡ,
A with bright fillet or headband, Μναμοσύνα Pi.N.7.15; parodied by Ar.Ach.671 (lyr.), as epith. of fishsauce.
German (Pape)
[Seite 50] υκος, mit glänzendem Stirnbande, Mnemosyne, Pind. N. 7, 15; komisch von einer Brühe, Ar. Ach. 671.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπᾰράμπυξ: -ῠκος, ὁ, ἡ, ἔχων λαμπρὰν ταινίαν ἢ τιάραν, Πινδ. Ν. 7. 22· παρῳδούμενον ὑπὸ Ἀριστοφ. ἐν Ἀχ. 671, ὡς ἐπίθ. καρυκεύματός τινος ἰχθύων.
French (Bailly abrégé)
υκος (ὁ, ἡ)
1 au bandeau brillant;
2 qui forme un cercle luisant ; gras.
Étymologie: λιπαρός, ἄμπυξ.
English (Slater)
λῐπᾰράμπυξ
1 with bright headband Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπᾰκος (N. 7.15) λιπαρ]άμπυ[κε]ς ἱστάμεναι χορὸν [[[ταχύ]]]ποδα παρθένοι (supp. Snell) (Pae. 2.99)
Greek Monolingual
λιπαράμπυξ, -υκος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει λιπαρό άμπυκα, λαμπρό διάδημα, ταινία της κεφαλής («εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαρόμπυκος», Πίνδ.)
2. (παρωδία στον Αριστοφ.) ως επίθ. καρύκευμα ψαριών («οἱ δὲ Θασίαν ἀνακυκῶσι λιπαράμπυκα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης - λαμπρός» + ἄμπυξ «διάδημα»].
Greek Monotonic
λῐπᾰράμπυξ: -ῠκος, ὁ, ἡ, αυτός που φορά λαμπρό κεφαλόδεσμο, μαντήλι κεφαλιού, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
λῐπᾰράμπυξ: ῠκος adj.
1) с блистающей повязкой (Μναμοσύνα Pind.);
2) шутл. блистательный, сверкающий (Θασία, sc. ἅλμη Arph.).