λεωσφέτερος: Difference between revisions
From LSJ
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
(3) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λεωσφέτερος:''' ὁ согражданин, соотечественник Her. | |elrutext='''λεωσφέτερος:''' ὁ согражданин, соотечественник Her. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λεω-[[σφέτερος]], ον<br />one of [[their]] own [[people]], a [[fellow]]-[[citizen]], Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:35, 10 January 2019
English (LSJ)
ον, only in Hdt.9.33, λεωσφέτερον ἐποιήσαντο Τεισαμενόν made him
A one of their own people, their fellow-citizen.
Greek (Liddell-Scott)
λεωσφέτερος: -ον, μόνον ἐν Ἡροδ. 9. 33, λεωσφέτερον ἐποιήσαντο Τισαμενόν, κητέστησαν αὐτὸν συμπολίτην ἑαυτῶν.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
compatriote, concitoyen.
Étymologie: λεώς, σφέτερος.
Greek Monolingual
λεωσφέτερος, -ον (Α)
συμπολίτης («Λακεδαιμόνιοι ἐποιήσαντο λεωσφέτερον [τεισαμενόν]», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέω- (βλ. λαο-) + σφέτερος «δικός τους»].
Greek Monotonic
λεωσφέτερος: -ον, πολιτογραφημένος, συμπολίτης, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
λεωσφέτερος: ὁ согражданин, соотечественник Her.
Middle Liddell
λεω-σφέτερος, ον
one of their own people, a fellow-citizen, Hdt.