μετανάστασις: Difference between revisions
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μετανάστᾰσις:''' εως ἡ переселение, выселение Thuc., Xen., Polyb., Plut. | |elrutext='''μετανάστᾰσις:''' εως ἡ переселение, выселение Thuc., Xen., Polyb., Plut. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μετ-ανάστᾰσις, ιος, ἡ,<br />[[migration]], Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:50, 10 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A migration, in pl., Hp.Aër.20, Th.1.2, 2.16, X.Mem.3.5.12, Str.3.4.19: sg., of the soul, Ph.1.91: metaph., μεταναστάσεις τῆς γνώμης Procop.Arc.22.
German (Pape)
[Seite 150] ἡ, Umzug von einem Orte zum andern, bes. erzwungene Umsiedelung, Thuc. 1, 2, οὐ ῥᾳδίως τὰς μεταναστάσεις ἐποιοῦντο, 2, 16; Xen. Mem. 3, 5, 12; Pol. 34, 1, 3 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μετανάστᾰσις: ἡ, μετοίκησις, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, Θουκ. 1. 2., 2. 16, κτλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
émigration.
Étymologie: μετανίστημι.
Greek Monolingual
μετανάστασις, ἡ (Α) ματανίστημι
1. μετοίκηση από έναν τόπο σε άλλο («πολλῶν μεταναστάσεων ἐν τῇ Ἑλλάδι γεγονυιῶν», Ξεν.)
2. μτφ. μεταβολή, αλλαγή («μεταναστάσεις τῆς γνώμης», Προκ.)
3. μτφ. κατάλυση, εξαφάνιση, ανατροπή, συντριβή («ἀπείκασεν... σεισμῷ τὴν μετανάστασιν καὶ κατάλυσιν [τῆς εἰδωλολατρίας]», Ιππόλ.).
Greek Monotonic
μετανάστᾰσις: ἡ, μετανάστευση, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
μετανάστᾰσις: εως ἡ переселение, выселение Thuc., Xen., Polyb., Plut.
Middle Liddell
μετ-ανάστᾰσις, ιος, ἡ,
migration, Thuc.